ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
1. Αναθεώρηση των Συνθηκών της Ρώμης
α) Συνθήκες που οδήγησαν στην αναθεώρηση
Οι διεθνείς κρίσεις της δεκαετίας του 1970 έφεραν τη δυτική Ευρώπη αντιμέτωπη με μια
σειρά από προκλήσεις. Οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979, η κατάσταση
παρατεταμένης κρίσης που έγινε γνωστή ως στασιμοπληθωρισμός, ο ανταγωνισμός που
αντιμετώπιζαν τα ευρωπαϊκά προϊόντα τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από τις βιομηχανικές
χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού. Η λογική του διπολισμού, στον
οποίο παρέμεναν εγκλωβισμένες οι ευρωπαϊκές χώρες, Η πρόκληση της διεύρυνσης προς
τη νότια Ευρώπη δημιούργησαν σωρευμένες προκλήσεις, τις οποίες έπρεπε να
αντιμετωπίσουν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 άρχισαν να γίνονται αντιληπτά από τους πολιτικούς και
τους οικονομικούς κύκλους το μέγεθος και η σημασία των ∆ιεθνών προκλήσεων πράγμα
το οποίο οδήγησε στην εύρεση λύσεων που αφορούσαν: την οικονομική αναζωογόνηση
και αύξηση της ανταγωνιστικότητας των θεσμικών ευρωπαϊκών προϊόντων, τη θεσμική
μεταρρύθμιση και βελτίωση της λειτουργίας των ευρωπαϊκών οργάνων. Οι εξελίξεις της
δεκαετίας του 1980 έχουν άμεση σχέση με την προσπάθεια της ∆υτικής Ευρώπης να
ενισχύσει τη θέση της διεθνώς. Σκοπός των κυβερνήσεων των κρατών – μελών των ΕΚ
είναι να επεκτείνουν και να εμβαθύνουν ολοκληρώνοντας την Κοινή Αγορά που είχε
ιδρυθεί με τη Συνθήκη της Ρώμης.
Από την υπογραφή των συνθηκών στη Ρώμη έως την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
υπογράφηκαν και άλλες διατάξεις. Οι σύνοδοι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του
Φονταιμπλώ και του Μιλάνου σηματοδοτούν τη θέση του ενοποιητικού εγχειρήματος σε
εξελικτική τροχιά. Στη σύνοδο του Φονταινεμπλώ ο γάλλος πρόεδρος Μιτεράν με τη
βοήθεια του γερμανού καγκελάριου Κολ επιτυγχάνει την υιοθέτηση μέτρων
εξομαλύνοντας το έδαφος για την ανάληψη πρωτοβουλίας, η οποία θα επιτάχυνε την
συσσωματική διαδικασία. Μεταξύ άλλων αποφασίστηκε η συγκρότηση μιας επιτροπής
εμπειρογνωμόνων που την αποτελούσαν προσωπικοί εκπρόσωποι των αρχηγών κρατών
και κυβερνήσεων και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της οποίας την προεδρία
θα αναλάμβανε ο Dooge. Η επιτροπή Dooge υπέβαλε την τελική της έκθεση με προτάσεις
που περιελάμβαναν τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς, την ενίσχυση του ευρωπαϊκού
Νομισματικού Συστήματος και τη βελτίωση της Ευρωπαϊκής πολιτικής Συνεργασίας.
Σχετικά με τους θεσμούς και τις διαδικασίες προτείνει συχνότερη χρήση του κανόνα της
πλειοψηφίας στο Συμβούλιο Υπουργών και εφαρμογή της ομοφωνίας σε ορισμένες
περιπτώσεις, παροχή ψήφου εμπιστοσύνης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς την
Επιτροπή κατά την έναρξη της θητείας της και δικαίωμα συναπόφασης του Συμβουλίου
και του Κοινοβουλίου. Η έκθεση της επιτροπής Dooge εξετάστηκε στη Σύνοδο του
Μιλάνου. Για την ταχύτερη ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς σημαντική ήταν η Λευκή
Βίβλος της Επιτροπής, η οποία προσδιόριζε νομοθετικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για
τη δημιουργία ενιαίας αγοράς με άρση φυσικών, τεχνικών και δασμολογικών φραγμών
στη διεξαγωγή του εμπορίου. Το Συμβούλιο του Μιλάνου ενέκρινε τα δύο κείμενα για
τους θεσμούς και την ενιαία αγορά, που είχαν προηγηθεί την απόφαση Dijon, η οποία
προέβλεπε ότι ένα προϊόν νομίμως παραγόμενο και διατιθέμενο από ένα κράτος μπορούσε
να εισαχθεί σε ένα άλλο χωρίς περιορισμούς και τη συμφωνία Σένγκεν, η οποία προέβλεπε ην σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα. ως βάση για την αναθεώρηση
για τη Συνθήκη της Ρώμης και αποφάσισε τη σύγκληση μιας διακυβερνητικής διάσκεψης
για την πραγματοποίηση της αναθεώρησης αυτής. Στο Μιλάνο τον Ιούνιο του 1985 τα
κράτη – μέλη αναγνώρισαν ότι έπρεπε να μεταβληθούν οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων
στο πλαίσιο της Κοινότητας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι αναλαμβάνει την
ευθύνη για όλες τις σημαντικές αποφάσεις, όπως τη διεύρυνση της κοινότητας και τον
προϋπολογισμό. Αποφασίστηκε η θέσπιση μιας ∆ιακυβερνητικής ∆ιάσκεψης (∆∆), η
οποία θα αναλάμβανε τη διαπραγμάτευση και την προετοιμασία της αναθεώρησης των
συνθηκών και η οποία τελείωσε τις εργασίες της με την υπογραφή της Ενιαίας
Ευρωπαϊκής Πράξης (ΕΕΠ).
ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ
Λόγοι δημιουργίας του Μάαστριχτ
Οι απογοητεύσεις από την ΕΕΠ για την οποία πίστευαν ότι δεν προωθούσε επαρκώς τη
διαδικασία ολοκλήρωσης αλλά και κάποιοι εξωτερικοί και εσωτερικοί παράγοντες
οδήγησαν σε περαιτέρω ολοκλήρωση.
α) εξωτερικοί παράγοντες
∆ιάλυση του κομμουνιστικού μπλοκ. Η εξάλειψη της απειλής με την κατάρρευση του
υπαρκτού σοσιαλισμού αποτελούσε ένα κίνητρο για την επαναλειτουργία της διαλεκτικής
μεταξύ της εμβάθυνσης και διεύρυνσης. ∆ημιουργήθηκε η ανάγκη ενοποίησης και της
υπόλοιπης Ευρώπης προκειμένου να αποτραπεί η χάραξη ενός συνόρου που θα χώριζε την
Ευρώπη σε δύο αντίθετα τμήματα, της ανέχειας, της ανασφάλειας, της αστάθειας και του
πολέμου από τη μια μεριά και της ευημερίας, της ασφάλειας, της σταθερότητας και της
ειρήνης από την άλλη. Έτσι η κοινότητα κινήθηκε προς την επίσπευση της πολιτικής
ένωσης με τη χειραγώγηση των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης κατά την
πραγματοποίηση εγκαθίδρυσης φιλελεύθερης δημοκρατίας, οικονομίας αγοράς και
κοινωνίας πολιτών με την συνδρομή της κοινότητας. Η ανάδειξη φιλελεύθερων
δημοκρατικών κρατών με οικονομίες βασισμένες στην αγορά δημιούργησαν το
ενδεχόμενο η Κοινότητα να ασχολείται με πανευρωπαϊκά προβλήματα. Γι’ αυτό η
κοινότητα θα έπρεπε να ενοποιηθεί και να ενισχυθεί ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει
καλύτερα τις προκλήσεις της μεταβαλλόμενης Ευρώπης.
Η ένωση της Γερμανίας αποτελούσε τη μεγαλύτερη πρόκληση για την κοινότητα
δημιουργώντας ερωτηματικά σχετικά με το μελλοντικό ρόλο της Γερμανίας στο πλαίσιο
της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Υπήρχε ο φόβος κυριαρχίας της Γερμανίας στην Ευρώπη,
φόβος τον οποίο προσπάθησε να διαλύσει ο καγκελάριος Κολ. Σε πολλούς υπήρχε η
άποψη ότι έπρεπε να πραγματοποιηθεί η διαδικασία ολοκλήρωσης ώστε η Γερμανία να
ενταχθεί ομαλά στην Κοινότητα. Η συμφωνία Γαλλίας και Γερμανίας για την ΟΝΕ έθεσε
σε κίνηση τον προωθητικό μηχανισμό της ολοκλήρωσης. Ο γερμανός καγκελάριος
επιθυμούσε την ένταξη της Γερμανίας στην Ευρώπη καθησυχάζοντας έτσι όσους
ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο μιας Ευρώπης κάτω από Γερμανική στέγη. Έτσι
επιτράπηκε η θεσμική αλλαγή της κοινότητας και μάλιστα σε μια εποχή όπου η ευρωπαϊκή
κοινότητα εύρισκε τρόπους να επιτρέπει τη συμμετοχή τρίτων κρατών στην ενοποιητική
διαδικασία.
Το τέλος του Ψυχρού πολέμου: Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ενίσχυσε το αίσθημα
αβεβαιότητας σχετικά με τη μελλοντική φύση και σταθερότητα της ευρωπαϊκής ηπείρου
καθώς και την πορεία του διεθνούς συστήματος. Το τέλος του Ψυχρού πολέμου καθώς η
νέα κατάσταση σήμαινε την κατάργηση των συνθηκών που είχαν παράγει την ιδεολογία
στους τομείς επικέντρωσης και το πλαίσιο της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Έτσι
ανέκυπταν ερωτήματα για το ρόλο της κοινότητας στους τομείς εξωτερικής πολιτικής και
πολιτικής ασφάλειας.
β) Εσωτερικοί παράγοντες συνδέονται με την ώθηση για περαιτέρω ολοκλήρωση μέσα
από ένα νέο ξεκίνημα που βρήκε την έκφραση στο πρόγραμμα της Ενιαίας Ευρωπαϊκής
Αγοράς.
• Συνειδητοποίηση ότι θα αποκομίζονταν πλήρη οφέλη της Ενιαίας Ευρωπαϊκής
Αγοράς μόνο όταν θα λαμβάνονταν μέτρα για την επίτευξη της Οικονομικής και
Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Το νέο νόμισμα θεωρούνταν απαραίτητο για την
εξάλειψη στρεβλώσεων στις εμπορικές συναλλαγές.
• Γινόταν αποδεκτή η αναγκαιότητα μιας κοινωνικής διάστασης που θα εξομάλυνε
και θα αντιστάθμιζε ορισμένες από τις συνέπειες της φιλελεύθερης αγοράς.
• Η κατάργηση συνοριακών ελέγχων δημιουργούσε πιέσεις για τη λειτουργία σε
κοινοτικό επίπεδο νέων και σημαντικά βελτιωμένων μηχανισμών για την
αντιμετώπιση προβλημάτων.
• Το δημοκρατικό έλλειμμα άρχισε να θεωρείται πολύ σημαντικό.
Έτσι δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για ένα νέο γύρο διαπραγματεύσεων για
μεγαλύτερη ολοκλήρωση μεταξύ των κρατών – μελών. Πέρα από τις αντιδράσεις που
κυρίως προέρχονταν από τη Βρετανία, τα υπόλοιπα κράτη – μέλη συμφωνούσαν στην
περαιτέρω ολοκλήρωση αν και τα κίνητρά τους μπορεί να ήταν διαφορετικά. Όλοι
αντιλαμβάνονταν την αναγκαιότητα ενίσχυσης και βελτίωσης των ικανοτήτων και
αρμοδιοτήτων της Κοινότητας. Έτσι επικρατούσε η άποψη ότι ήταν αναγκαίες και άλλες
μεταρρυθμίσεις.
Η στάση της Γερμανίας και της Γαλλίας απέναντι στην Ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν
σημαντική. Βασικός στόχος του Κολ ήταν να ολοκληρώσει τη διαδικασία οριστικού
κλειδώματος της πρόσφατα ενωμένης Γερμανίας μέσω της Πολιτικής ένωσης. Ο Μιτεράν
επιθυμούσε την de facto ηγεμονία του γερμανικού μάρκου και ο πολιτικός έλεγχος της
Ευρώπης σε νομισματικά θέματα. Η εναρμόνιση των θέσεών τους οδήγησε σε καλύτερη
πορεία της ενοποίησης. Ο γερμανός καγκελάριος Κολ και ο γάλλος πρόεδρος Μιττεράντ
σε μια κοινή επιστολή τους προς τον Ιρλανδό πρωθυπουργό Haughey υπογράμμιζαν την
ανάγκη επιτάχυνσης της πολιτικής οικοδόμησης των δώδεκα και ότι είχε έρθει η στιγμή
για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ζήτησαν λοιπόν από το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες ώστε να συγκληθεί μια διάσκεψη για την
πολιτική ένωση με βασικούς σκοπούς την ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας και
της αποτελεσματικότητας των κοινοτικών θεσμών, τη διασφάλιση συνοχής στο
οικονομικό, νομισματικό και πολιτικό πεδίο και στη θέσπιση κοινής εξωτερικής πολιτικής
και ασφάλειας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε να διεξαχθούν δύο ξεχωριστές αλλά
παράλληλες ∆∆ για να εξετάσουν την πολιτική καθώς και την οικονομική και νομισματική
ένωση. Μετά από ένα χρόνο διαβουλεύσεων οι δύο ∆∆ έδωσαν την αναφορά τους στο
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μάαστριχτ που είχε σαν αποτέλεσμα τη συνθήκη για την
Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το θέμα της μορφής και της οικονομικής νομισματικής ενοποίησης ανατέθηκε στην
επιτροπή Delors με στόχο την εκπόνηση μελέτης καταγραφής διαδοχικών σταδίων έως την
ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης: α) όλα τα κράτη - μέλη έπρεπε να
μετέχουν στο μηχανισμό των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών. β) πραγματοποίηση
εναρμόνισης των νομισματικών πολιτικών των κρατών μελών και ίδρυση της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας. γ) μεταβίβαση όλων των οικονομικών και νομισματικών
αρμοδιοτήτων στην Κοινότητα και προσδιορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών τις
οποίες θα ακολουθούσε η δημιουργία του κοινού νομίσματος. Για τη δημιουργία της ΟΝΕ
έπρεπε να αναθεωρήσουν τη Συνθήκη της Ρώμης.
Ακούστηκαν διαφορετικές απόψεις και δημιουργήθηκαν πολλές αντιδράσεις αναφορικά με
τη χρονική διάρκεια των σταδίων της ΟΝΕ. Πολλές χώρες είχαν τις επιφυλάξεις τους. Ο
τελικός συμβιβασμός προέβλεπε τη δημιουργία της ΟΝΕ σε τρία στάδια και έδινε τη
δυνατότητα στις χώρες να μην συμμετέχουν στο τρίτο στάδιο που προέβλεπε την
αντικατάσταση των νομισμάτων τους από το ενιαίο νόμισμα. Τελικά όπως είχε
προγραμματιστεί οι δύο διακυβερνητικές διασκέψεις παρουσίασαν τις εκθέσεις τους στη
Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Μάαστριχτ. Η διακυβερνητική διάσκεψη για την
ΟΝΕ υπέβαλε σαφείς συστάσεις για την αναθεώρηση των συνθηκών.
Η διακυβερνητική για την Πολιτική Ένωση δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη.
Εξωτερικοί παράγοντες, όπως η έξαρση του μικρο-εθνικισμού, η επίδραση στη συνοχή
των κρατικών δομών, ο πόλεμος του Κόλπου στην Κορέα, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας
και η επικείμενη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησαν την ανάγκη μιας
κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας των ∆ώδεκα που θα έδινε τη
δυνατότητα στη δημιουργούμενη Ένωση να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στη διεθνή
σκηνή. Σημειώθηκε αντίδραση από τη Βρετανία και τη Γαλλία, οι οποίες δεν επιθυμούσαν
την επέκταση της κοινοτικής αρμοδιότητας στα ευαίσθητα πεδία της εξωτερικής πολιτικής
και των εσωτερικών υποθέσεων έτσι προτάθηκε η λύση των τριών πυλώνων για την
άσκηση της πολιτικής στα πεδία αυτά. Σχετικά με την άμυνα και την ασφάλεια υπήρξε
διαμάχη μεταξύ Ευρωπαϊστών και Ατλαντιστών από τους οποίους οι πρώτοι είχαν ταχθεί
υπέρ της δημιουργίας ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας και της περίληψης της ρήτρας
αμοιβαίας βοήθειας ενώ οι δεύτεροι υποστήριζαν ότι η ευρωπαϊκή άμυνα έπρεπε να
παραμείνει στην αρμοδιότητα του ΝΑΤΟ. Το αποτέλεσμα ήταν μια συμβιβαστική λύση.
2. Αναθεώρηση του Μάαστριχτ
a. Συνθήκες αναθεώρησης
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ίδια η Συνθήκη περιελάμβανε διάταξη για αναθεώρησή της με
∆ιακυβερνητική ∆ιάσκεψη που θα έπρεπε να συγκληθεί το 1996, μέσα σε σύντομο δηλαδή
διάστημα από την έναρξη εφαρμογής της Συνθήκης- μια ασυνήθιστη πρόβλεψη!
Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την ανάγκη αναθεώρησης ήταν τόσο οικονομικοί όσο
και πολιτικοί:
Η πορεία προς την ΟΝΕ αποτελούσε πορεία προς ένα νέο και εν πολλοίς
ανεξερεύνητο πεδίο.
Η κατάρρευση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα σε δυτική και ανατολική
Ευρώπη οδήγησε σε ένα νέο κύμα αιτήσεων για ένταξη στην Κοινότητα
Ο τρόπος πρόσληψης της Συνθήκης του Μάαστριχτ από τους πολίτες της Ε.Ε.
φανέρωνε αδιαφορία και σε ορισμένες χώρες, επιφυλακτικότητα και ενίοτε
άρνηση.
Η διαδικασία επικύρωσης της Συνθήκης του Μάαστριχτ, σε ορισμένα κράτη-μέλη έλαβε
τη μορφή δημοψηφίσματος, και συνεπώς ανοιχτής αντιπαράθεσης και πολιτικοποίησης.
Τα δημοψηφίσματα αποκάλυψαν προβλήματα που φάνηκαν να αποτελούν συμπτώματα
μιας κρίσης «νομιμοποίησης», δηλαδή κρίσης αποδοχής των θεσμών της Ε.Ε. από τους
λαούς της Ευρώπης.
b. Παράγοντες αναθεώρησης
Εσωτερικοί παράγοντες:
α) Η παθογένεια της Συνθήκης.
ι) η υιοθετούμενη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο χώρο της Κοινής Εξωτερικής
Πολιτικής & Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) δεν επέτρεπε την εφαρμογή της πολιτικής
αυτής
ιι) δεν αποσαφηνιζόταν ο ρόλος της Επιτροπής σχετικά με τη διαμόρφωση και την άσκηση
της κοινής εξωτερικής πολιτικής
ιιι) υπήρχε ασάφεια στις ρυθμίσεις για την επικουρικότητα,
ιν) διαπιστώνονταν αδυναμίες για το σύνολο σχεδόν των ρυθμίσεων που αφορούσαν τον
τρίτο πυλώνα (συνεργασίας στους τομείς δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων) ν)
είχαν ανακύψει αντιπαραθέσεις σχετικά με την εφαρμογή της αρχής του ενιαίου θεσμικού
πλαισίου
β) η ανάγκη διεύρυνσης της ΕΕ, μια από τις βασικές στρατηγικές της ΕΕ μετά την πτώση
του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μια τέτοια προοπτική έθετε επί τάπητος το ζήτημα της
θεσμικής αναδιάταξης των οργάνων της ΕΕ. Η συνθήκη του Μάαστριχτ είχε εγκριθεί από
την ΕΕ των 12 μελών, είναι προφανές πως η πραγματοποιηθείσα ένταξη Φινλανδίας,
Αυστρίας, Σουηδίας καθώς και, σε σύντομο διάστημα, αυτή των ανατολικών χωρών θα
δημιουργούσε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα η οποία είχε ανάγκη από τη
θέσπιση μιας δομής που να αντιστοιχεί στις ανάγκες συνύπαρξης 25 ή ακόμα και 30
μελών.
γ) η αρνητική διάθεση ενός σημαντικού τμήματος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Από
πολλές πλευρές στο εσωτερικό της ΕΕ διατυπώθηκαν ενστάσεις για τον τρόπο λειτουργίας
της ΕΕ και αναπτύχθηκε η θεωρία του «δημοκρατικού ελλείμματος». Ένα μεγάλο μέρος
της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης είχε αρχίσει να αμφισβητεί τη νομιμοποίηση των εθνικών
κυβερνήσεων, αλλά και των οργάνων της ΕΕ, να προχωρούν στη λήψη και εφαρμογή
αποφάσεων χωρίς την απαραίτητη έγκριση των ευρωπαίων πολιτών. Το κλίμα αυτό θα
ενισχυθεί ύστερα και από το απορριπτικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την
επικύρωση της συνθήκης του Μάαστριχτ της ∆ανίας το οποίο έγινε δεκτό με δεύτερο
δημοψήφισμα. Για τους λόγους αυτούς στους κόλπους των ιθυνόντων της ΕΕ είχε
σχηματιστεί η πεποίθηση πως μόνο μέσα από την υιοθέτηση μέτρων δημοκρατικής
ανασύνθεσης της λειτουργίας της ΕΕ θα μπορέσει να αποκτηθεί η υποστήριξη της
ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.
δ) οι πιέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για αύξηση των ουσιαστικών αρμοδιοτήτων
του. Μια κατεύθυνση που δεν υπάρχει στη συνθήκη του Μάαστριχτ.
Οι εξωτερικοί παράγοντες
Τέτοια ζητήματα ήταν όπως η οικονομική στασιμότητα. η άνοδος της ανεργίας, οι
συναλλαγματικές κρίσεις της περιόδου ‘92-‘93, η αδυναμία ουσιαστικές παρέμβασης της
ΕΕ στο γιουγκοσλαβικό πρόβλημα καθώς και οι διαφορετικές προσεγγίσεις που είχαν
εκδηλωθεί σχετικά με τη στάση της ΕΕ απέναντι στο γύρο της Ουρουγουάης.
3. Αναθεώρηση του Άμστερνταμ
a. Συνθήκες αναθεώρησης
H Συνθήκη του Άμστερνταμ δε δίνει οριστικές απαντήσεις στα ζητήματα ενοποίησης. Η
ευρωπαϊκή Ένωση έχει να επιλύσει προβλήματα αποτελεσματικότητας και δημοκρατίας.
Παράλληλα υπάρχει το πρόβλημα της διεύρυνσης με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης
για την ανάγκη σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής περιφέρειας, την οικονομική ανάπτυξη
των χωρών αυτών και την παγίωση των νέων δημοκρατικών καθεστώτων.
Οι διαδικασίες λήψης απόφασης γίνονται περισσότερο σύνθετες και απαιτητικές, καθώς
• Αυξάνεται ο αριθμός των κρατών – μελών
• Η εμβάθυνση της ενοποίησης δημιουργεί ανάγκες και αιτήματα πιο ουσιαστικής
και συνολικής αντιμετώπισης των προβλημάτων των πολιτών της Ένωσης.
Παράλληλα προστίθενται αυξημένες αξιώσεις δημοκρατίας και δημοκρατικού ελέγχου του
κοινοτικού συστήματος.
Θεσμικές Βελτιώσεις
1. Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
Η ΕΕΠ που αφορούσε κυρίως την εγκαθίδρυση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς,
ουσιαστικά αποτελούσε ολοκλήρωση της διαδικασίας η οποία είχε ξεκινήσει με την
«κοινή αγορά» που είχε συμφωνηθεί με τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957 (ΕΟΚ). Ήταν μία
σύντομη συνθήκη στην οποία οι δώδεκα προσπαθούν να κωδικοποιήσουν και να
τακτοποιήσουν το εύρος της ολοκλήρωσης. Αφορά τη δέσμευση σε μια εσωτερική αγορά,
όπου διασφαλίζεται η ελεύθερη διακίνηση αγαθών, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων.
Επίσης επεκτείνει της αρμοδιότητες της κοινότητας με διάφορους τρόπους Ο
σημαντικότερος είναι τα μέτρα που διασφαλίζουν την οικονομική και κοινωνική συνοχή.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό βρίσκεται στην πρόβλεψη μιας συνθήκης που θα αποτελέσει
τη βάση της ευρωπαϊκής πολιτικής συνεργασίας, η ουσία της οποίας στηρίζεται σε μια
νομική δέσμευση. Στην πολιτική συνεργασία συμμετέχουν η Επιτροπή και το
Κοινοβούλιο. Σκοπός της είναι η χάραξη μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής. Επιχειρεί ν’
αντιμετωπίσει το δημοκρατικό έλλειμμα.
Το κείμενο απέβλεπε στη διατήρηση μιας ισορροπίας που θα το έκανε αποδεκτό από τα
κράτη – μέλη.
Η προσπάθεια ενίσχυσης της διεθνούς οικονομικής θέσης της ∆υτικής Ευρώπης
συνδυάστηκε με μια αντίστοιχη προσπάθεια να βελτιωθεί το θεσμικό σύστημα των ΕΚ. Τα
κύρια ζητήματα που κυριάρχησαν στις διαπραγματεύσεις αυτές ήταν η διεύρυνση των ΕΚ
με τις αιτήσεις συμμετοχής νέων χωρών, για την οποία απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι ιδιαίτερες απαιτήσεις της Βρετανίας, οι οποίες την έφερναν
σε προστριβές με τις ΕΚ και η θεσμική ρύθμιση που ήταν αναγκαία λόγω της διεύρυνσης.
Προσθήκες και τροποποιήσεις των ιδρυτικών συνθηκών από τις οποίες οι κυριότερες
ήταν: η επέκταση της ειδικής πλειοψηφίας, η εξουσιοδότηση του Συμβουλίου για την
ίδρυση ενός πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο προσδιορισμός της 31ης ∆εκεμβρίου 1992 ως
καταληκτικού χρονικού ορίου για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς. Περιελάμβανε
μικρό αριθμό κοινών διατάξεων και ρύθμιζε την ευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία.
Ενσωμάτωσε νέους τομείς πολιτικής με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ικανότητα λήψης
αποφάσεων. Θεσπίστηκε νέα νομοθετική διαδικασία με στόχο τη βελτίωση της
αποτελεσματικότητας της λήψης αποφάσεων στο Συμβούλιο Υπουργών με την ειδική
πλειοψηφία και την αύξηση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Θεσπίστηκε
μια νέα διαδικασία σύμφωνης γνώμης που προέβλεπε την απόλυτη πλειοψηφία των μελών
του για την αποδοχή νέων μελών στην Κοινότητα αλλά και για τη σύναψη συμφωνιών
σύνδεσης μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών. Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία
(ΕΠΣ) απέκτησε νομική βάση. Αντικείμενό τους ήταν η διατύπωση και η εφαρμογή μιας
ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας στο πεδίο
της εξωτερικής πολιτικής.
Αναγνωρίστηκαν νομικά οι συναντήσεις των 12 αρχηγών κρατών στο πλαίσιο του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Επεκτάθηκαν οι δυνατότητες του ∆ικαστηρίου.
Αυξήθηκε ο αριθμός των μη συνδεδεμένων με τα τέσσερα κύρια όργανα δράσης που
συμμετέχουν στη διαδικασία διαμόρφωσης των πολιτικών και στη λήψη αποφάσεων. Από
τους σημαντικότερους συμμετέχοντες είναι οι αρχηγοί των κρατών οι οποίοι
αναλαμβάνουν σημαντικές αρμοδιότητες καθορισμού των προγραμμάτων πολιτικής με
αποτέλεσμα τη μείωση και των δυνατοτήτων ελιγμών του Συμβουλίου Υπουργών και της
Επιτροπής. Οι διαδικασίες για την συγκρότηση των πολιτικών έγιναν πιο αποτελεσματικές
επειδή αυξήθηκε ο αριθμός των αποφάσεων του Συμβουλίου που λαμβάνονται με ειδική
πλειοψηφία με αποτέλεσμα να μην καθυστερεί η λήψη αποφάσεων.
Για να αντιμετωπιστεί το δημοκρατικό έλλειμμα ενισχύθηκε η επιρροή του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου με τη θέσπιση μιας νομοθετικής διαδικασίας δύο σταδίων.
Στον τομέα της άμυνας το κεντρικό θέμα ήταν η αναθεώρηση της ∆ΕΕ για να γίνει
θεμέλιο της ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας. Τελικά τα θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας
ανατίθενται στο ΝΑΤΟ. Η επαναδραστηριοποίηση της ∆ΕΕ είχε ως στόχο την επίτευξη
μιας κοσμοαντίληψης εξ’ αιτίας της πίεσης των ειρηνιστικών κινημάτων και των
χειρισμών του προέδρου Ρήγκαν σε θέματα εξοπλισμών.
Η ΕΕΠ έδωσε μια νέα σημαντική ώθηση στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. α)
με την ενίσχυση της βάσης της συνθήκης για την ανάπτυξη δράσης στον τομέα της
πολιτικής, β) με την ενίσχυση του κοινοτικού θεσμικού συστήματος και γ) με την
ενίσχυση της ικανότητας του συμβουλίου Υπουργών να λαμβάνει αποφάσεις με ειδική
πλειοψηφία και με την αύξηση των νομοθετικών εξουσιών που αναγνωρίστηκαν στο
ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Οι αποφάσεις της ΕΕΠ
Στην ΕΕΠ συμφώνησαν να περιορίσουν την αρχή της ομοφωνίας ν’ αναγνωρίσουν την
ανάγκη για βοήθεια προς τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Να διασφαλίσουν την
κοινοτική αρμοδιότητα σε νέους τομείς. Να θεσμοθετηθεί συνεργασία σε θέματα
εξωτερικής πολιτικής. Να τροποποιηθούν οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες των κοινοτικών
θεσμών ενισχύοντας το κοινοβούλιο και την επιτροπή.
Οι αποφάσεις της ΕΕΠ σχετικά με την ΕΕΑ
Η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς, η οποία προσεγγίστηκε ως διαδικασία εξάλειψης
των εμπορικών και άλλων φραγμών στο εσωτερικό της Κοινότητας. Η ολοκλήρωσή της
θα γίνει το 1992. Η εξάλειψη αυτή θα οδηγούσε θεωρητικά σε μια πραγματικά ενιαία
αγορά, έτσι ώστε: Ένα προϊόν από μια χώρα της Κοινότητας να μπορεί να πουληθεί σε μια
άλλη χωρίς να επιβαρύνεται από δασμούς και άλλες επιβαρύνσεις που το διακρίνουν από
ένα εγχώριο προϊόν. Να κινούνται ελεύθερα οι εργαζόμενοι μέσα στην Κοινότητα και να
μπορούν να αναζητούν εργασία σε οποιαδήποτε από τις χώρες της. Να ολοκληρωθεί η
ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου μέσα στην Κοινότητα.
Κεντρικό στοιχείο της ΕΕΠ είναι η επέκταση της αρχής της ειδικής πλειοψηφίας για την
εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς. ∆ιατήρηση της ομοφωνίας προβλέπει στον τομέα
της φορολογικής εναρμόνισης.
Ένα σημαντικό εμπόδιο για την εφαρμογή της ΕΕΑ ήταν το οικονομικό χάσμα μεταξύ
πλουσιότερων και φτωχότερων κρατών της Κοινότητας. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η
διαφορά έπρεπε να ρυθμιστούν ζητήματα της ΚΑΠ και του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Την περίοδο του 1985 τα πλεονάσματα των γεωργικών προϊόντων εξακολούθησαν να
συσσωρεύονται με αποτέλεσμα η ΚΑΠ να απορροφά το 60% του προϋπολογισμού. Άρα η
επιτυχία της ΕΕΠ είχε άμεση σχέση με τον περιορισμό του κόστους της ΚΑΠ και την
αύξηση των πόρων του προϋπολογισμού. Αφορμή για την επιβολή από την Επιτροπή ενός
σχεδίου που έγινε γνωστό ως πακέτο Delors Ι, αποτέλεσε ένα έλλειμμα έξι
δισεκατομμυρίων ECU. Στο σχέδιο προτείνονταν δύο κατηγορίες μέτρων. Τα πρώτα
αποσκοπούσαν στον περιορισμό των υπερβάσεων και απέβλεπαν στη μείωση των
δαπανών της ΚΑΠ και τα δεύτερα αναφέρονταν στη χρηματοδότηση της οικονομικής
συνοχής. Στόχος του σχεδίου ήταν να συνδυάσει τη δημοσιονομική πειθαρχία με την
αύξηση των πόρων που ήταν αναγκαίοι για μια πολιτική που θα επαναδραστηριοποιούσε
και θα επιτάχυνε τους μηχανισμούς ολοκλήρωσης. Το σχέδιο Delors προκάλεσε
αντιδράσεις. Τελικά τα κράτη – μέλη συμφώνησαν για τη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ και τη
χρηματοδότηση της κοινότητας από τα πλουσιότερα κράτη του Βορρά.
Η δρομολόγηση της ενιαίας αγοράς ενίσχυσε τη δυναμική της οικονομικής και
Νομισματικής Ένωσης. Παρά τις αντιρρήσεις της Βρετανίας και τις επιφυλάξεις της
Γερμανίας, η λογική της δημιουργίας ενός ενιαίου νομισματικού συστήματος για την
απελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς συντέλεσε στην απόφαση των 12 για την εκπόνηση
του σχεδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Η ΟΝΕ αποτελούσε
παλαιό στόχο της κοινότητας. Ο στόχος της είχε διατυπωθεί για πρώτη φορά στη
συνάντηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Χάγη το 1969. Η γενική αναφορά στο στόχο
της Ένωσης υπάρχει και στο προοίμιο της ΕΕΠ. Οι συγκεκριμένες παράμετροι που
ορίζουν την οικονομική ένωση των χωρών της Κοινότητας αποκρυσταλλώθηκαν τρία
χρόνια αργότερα, το 1989, στην αναφορά για την ΟΝΕ της Επιτροπής με Πρόεδρο τον J.
Delors, η οποία έθεσε τις βάσεις για τη συμφωνία για την ΟΝΕ στο πλαίσιο της
∆ιακυβερνητικής ∆ιάσκεψης και τελικά της Συνθήκης για τη Ευρωπαϊκή Ένωση
(ΣΕΕ,1992). Πρόκειται για τη συνθήκη που έγινε ευρύτερα γνωστή ως Συνθήκη του.
2. Μάαστριχτ
Ένα από τα ζητήματα ήταν η περιγραφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Συνθήκη σχετικά με
τον τωρινό της χαρακτήρα και το στάδιο της εξελικτικής της διαδικασίας. Τα περισσότερα
κράτη ήθελαν να συμπεριληφθεί ο όρος «ομοσπονδιακός» στο οποίο όμως διαφωνούσε η
Βρετανία με την οποία συμφώνησαν και τα υπόλοιπα κράτη.
Έχει τέσσερις στόχους:
α) την προώθηση της κοινωνικής και οικονομικής προόδου,
β) την εφαρμογή μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και μιας πολιτικής ασφάλειας
γ) τη συνεργασία σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων,
δ) τη δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής ιθαγένειας.
Η ευθύνη συντονισμού της ένωσης ανατίθεται στο Ευρωπαϊκό συμβούλιο.
Έθεσε τις κύριες παραμέτρους για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση:
σύγκλιση οικονομιών των κρατών-μελών,
σύγκλιση των κρατικών πολιτικών τους στο οικονομικό πεδίο,
νομισματική ένωση με την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος, του ευρώ, και την
ίδρυση μιας κεντρικής νομισματικής αρχής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας.
Κατά συνέπεια, οι χώρες της Κοινότητας προχωρούν πέρα από την παγίωση της
εσωτερικής αγοράς στη δημιουργία μιας συνολικά ενοποιημένης οικονομίας
αναδιαμορφώνουν τις οργανωτικές διαστάσεις της Κοινότητας αλλά και ορισμένων άλλων
πεδίων πολιτικής των μεταξύ τους σχέσεων, βάσει ενός φιλόδοξου θεσμικού σχεδίου.
Τελικά η Συνθήκη του Μάαστριχτ αξιοποιώντας το ευνοϊκό κλίμα που είχε δημιουργήσει
η ΕΕΠ για τη διαδικασία της ολοκλήρωσης την προώθησε με δύο τρόπους:
α) ∆ημιούργησε ένα νέο οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα σύνθετο θεσμικό
οικοδόμημα το οποίο βασιζόταν σε τρεις πυλώνες : i) τις κοινοτικές διατάξεις και τις
διατάξεις για την ΟΝΕ ii) την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική Ασφάλειας, iii)
τη Συνεργασία στους τομείς της ∆ικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων. β)
Προώθησε τη θεσμική εμβάθυνση
Πρώτος πυλώνας: Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες
1. Αναθεωρήθηκαν οι συνθήκες ΕΟΚ, ΕΚΑΧ, ΕΚΑΕ και επεκτάθηκε και αναθεωρήθηκε
το κοινοτικό κεκτημένο των Κοινοτήτων. Η πιο σημαντική ήταν η αναθεώρηση της ΕΟΚ
σύμφωνα με την οποία ιδρύεται μια Ευρωπαϊκή Κοινότητα που ουσιαστικά πρόκειται για
μετονομασία της ΕΟΚ σε ΕΚ δημιουργώντας έτσι μια περίπλοκη κατάσταση στην οποία η
Ευρωπαϊκή Κοινότητα έγινε μέρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που έγιναν μέρος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η νέα συνθήκη ονομάστηκε Συνθήκη περί της ιδρύσεως της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΕΚ), η οποία υιοθέτησε δύο σημαντικές αρχές:
α) αρχή της επικουρικότητας: αναφερόταν στην σχέση και τη διάκριση του μεγαλύτερου
από το μικρότερο. Τοποθετεί τις κοινωνικές ομάδες σε ανταγωνιστική παραλληλία και
εντοπίζεται μια διαφορά ανάμεσα στο κράτος και στο άτομο. Τονίζει το ρόλο των κρατών
για την ανάληψη δράσης που ταιριάζει καλύτερα στο επίπεδο των κρατών και όχι το
υπερεθνικό. Με άλλα λόγια, δεν χρειάζονται Κοινοτικές πολιτικές για τα πάντα. Αυτό
σημαίνει ότι οι πολιτικές πρέπει να αποφασίζονται σε εθνικό επίπεδο ίσως σε
περιφερειακό ή τοπικό και τη σημαντική ενίσχυση των νομοθετικών εξουσιών του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η βρετανική στάση απέναντι σ’ αυτή την αρχή ήταν
επιφυλακτική καθώς θεωρούσε ότι η εθνική δράση και οι εθνικές πολιτικές θ’
αποτελέσουν τον κανόνα. Οι διαμάχες θα επιλύονταν μόνο από το κοινοτικό ∆ικαστήριο.
∆ιαφωνία θα μπορούσε να προκύψει μόνο όταν μια πλειοψηφία των κρατών επέμενε να
ληφθούν μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
β) την αρχή της ιθαγένειας: βάσει της οποίας πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που
έχει την υπηκοότητα ενός κράτους – μέλους. ∆ικαιώματα του πολίτη της Ένωσης είναι το
δικαίωμα εγκατάστασης και εργασίας σε οποιαδήποτε περιοχή των κρατών – μελών της
ένωσης και το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις εκλογές του ευρωπαϊκού
κοινοβουλίου και στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στο κράτος – μέλος της κατοικίας
τους. Η έννοια αυτή έχει κυρίως συμβολική σημασία, καθώς υπογραμμίζει το γεγονός ότι
οι πολίτες ανήκουν, πέρα από τις εθνικές- κρατικές κοινότητες και σε μια ευρωπαϊκή
κοινότητα. Πολλοί θεωρούν επίσης ότι δημιουργεί στους πολίτες της Ευρώπης μια
αίσθηση μεγαλύτερης εγγύτητας των θεσμών.
2. α) Ενισχύεται ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία λήψης
αποφάσεων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμμετέχει ενεργά στη λήψη αποφάσεων είτε
προτείνοντας τροποποιήσεις είτε απορρίπτοντας εξ’ ολοκλήρου μια νομοθετική πρόταση,
οπότε το Σ.Υ. μπορεί να την υιοθετήσει μόνο με ομοφωνία. («διαδικασία συνεργασίας»)
Αφού ακολουθηθεί η «διαδικασία συνεργασίας», να «μπλοκάρει» με απόλυτη
πλειοψηφία, μια νομοθετική πρόταση για την οποία εξακολουθεί να είναι αδύνατη μια
συμφωνία με το Σ.Υ. («διαδικασία συναπόφασης»), με την οποία αναγνωρίστηκε η
εξουσία άσκησης βέτο. Η διαδικασία της συναπόφασης επέκτεινε τη διαδικασία
συνεργασίας που είχε θεσπίσει η ΕΕΠ προβλέποντας τη σύγκλιση μιας επιτροπής
συνδιαλλαγής και την τρίτη ανάγνωση της προτεινόμενης πράξης από το Συμβούλιο και το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η διαδικασία συναπόφασης σε αντίθεση με τη διαδικασία
συνεργασίας παρείχε τη δυνατότητα στο Συμβούλιο να αγνοήσει τις εκπεφρασμένες
απόψεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δίνοντας για πρώτη φορά τη δυνατότητα στο
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ασκήσει βέτο κατά των νομοθετικών προτάσεων που δεν
δεχόταν. Αναθεωρήθηκαν οι τομείς πολιτικής και ορισμένοι που υπάγονταν στη
διαδικασία συνεργασίας μεταφέρθηκαν στη διαδικασία συναπόφασης ενώ τομείς
πολιτικής που υπάγονταν στη διαδικασία διαβούλευσης μεταφέρθηκαν στη διαδικασία
συνεργασίας.
2 β) Ενισχύονται οι εξουσίες του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Απαιτείται η έγκριση του
Κοινοβουλίου για το διορισμό της επιτροπής δίνοντας ένα κυβερνητικό κύρος στην
Επιτροπή και οδηγεί το κοινοβούλιο πιο κοντά στο εθνικό κοινοβούλιο. Γίνεται μια
περαιτέρω αλλαγή στη νομοθετική διαδικασία. Σε ορισμένα θέματα το κοινοβούλιο έχει
ίδια θέματα με το συμβούλιο και απαιτείται συμφωνία και των δύο για τη νομοθεσία. Το
κοινοβούλιο ανάλογα με το θέμα που εξετάζεται είτε απλώς πληροφορείται είτε ζητείται
επίσημα η συμβουλή του είτε μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις χωρίς να έχει τον
τελευταίο λόγο είτε συμμετέχει ισότιμα στη διαδικασία είτε η συγκατάθεσή του είναι
απαραίτητη και έχει δικαίωμα βέτο. (Henig, σ.94 - 95) Ενισχύονται έτσι τα στοιχεία
δημοκρατικού ελέγχου στο πολιτικό σύστημα της Κοινότητας και μειώνεται αντίστοιχα το
λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα», η έλλειψη δηλαδή θεσμών δημοκρατικού ελέγχου στο
επίπεδο της Κοινότητας. Ενισχύεται ο ρόλος της ειδικής πλειοψηφίας. Επεκτάθηκε το
πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας σύμφωνης γνώμης με βάση την οποία η έγκριση του
ευρωπαϊκού κοινοβουλίου είναι απαραίτητη για ορισμένες δράσεις της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας. Η διάρκεια θητείας των επιτροπών παρατείνεται σε πέντε χρόνια ώστε να
συμπίπτει με τη θητεία του εκάστοτε κοινοβουλίου. Ο διορισμός του Προέδρου της
Επιτροπής εγκρίνεται από το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο πρόεδρος και τα μέλη της
Επιτροπής υπόκεινται σε ψήφο έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το ελεγκτικό
Συνέδριο ορίζεται σε κύριο όργανο της κοινότητας, το οποίο ασκεί τον έλεγχο της των
λογαριασμών εσόδων και εξόδων της κοινότητας.
3. Θεσπίστηκε επιτροπή περιφερειών που παρέχει συμβουλές στο Συμβούλιο και στην
Επιτροπή σε θέματα ιδιαίτερης σημασίας και περιφέρειας. Τα μέλη της Επιτροπής είναι
εκπρόσωποι περιφερειακών και τοπικών αρχών. Έχει συμβουλευτικό ρόλο και αποσκοπεί
στην αντιπροσώπευση των «περιφερειών και τοπικών σωμάτων» αυτοδιοίκησης από τα
κράτη- μέλη. και με αυτή την έννοια δεν μπορεί να θεωρηθεί ισχυρός θεσμός.
4. Νέοι τομείς πολιτικής όπως η προστασία του περιβάλλοντος, που μέχρι την ΕΕΠ
βρίσκονταν εκτός της δικαιοδοσίας των Ε.Κ., τίθενται υπό το Κοινοτικό καθεστώς με τη
δημιουργία αντίστοιχων ρυθμίσεων. ∆ιευρύνθηκαν τομείς πολιτικής που είχαν οριστεί
στις Συνθήκες μέσω της ΕΕΠ. Αυτό ίσχυε για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη,
το περιβάλλον και την οικονομική και κοινωνική συνοχή. Για την ενίσχυση της
οικονομικής και κοινωνικής συνοχής ιδρύθηκε το Ταμείο Συνοχής για τη χρηματοδότηση
σε σχέδια περιβάλλοντος και διευρωπαϊκών δικτύων στον τομέα της υποδομής των
μεταφορών. Άλλη πολιτική είναι η κοινή γεωργική πολιτική. Λήφθηκαν αρκετά μέτρα για
να τεθούν υπό έλεγχο ορισμένες από τις πτυχές των προβλημάτων. Πέρα από τις
οικονομικές πολιτικές η ΕΕ κινήθηκε και σε άλλους τομείς πολιτικής όπως την κοινή
εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, καθώς και τις πολιτικές στον τομέα της
∆ικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.
5. Προώθησε τη θεσμική εμβάθυνση κυρίως με τη θέσπιση μιας διαδικασίας και ενός
χρονοδιαγράμματος για τη μετάβαση στην Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση και το
ενιαίο νόμισμα. Τα κράτη – μέλη έπρεπε να θεωρούν τις οικονομικές πολιτικές τους θέμα
κοινού ενδιαφέροντος και να τις συντονίζουν στους κόλπους του Συμβουλίου.
Καθοριζόταν ότι η ΟΝΕ επρόκειτο να ολοκληρωθεί σε τρία στάδια. Καθορίστηκαν οι
προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούν οι χώρες προκειμένου να συμμετάσχουν στο
σύστημα του ενιαίου νομίσματος. Πριν το 1994 κάθε χώρα κράτος – μέλος θα πρέπει να
υιοθετήσει την ελεύθερη διακύμανση κεφαλαίου και την πλήρη απελευθέρωση των
κεφαλαιουχικών συναλλαγών και πληρωμών. Να ξεκινήσει η διαδικασία
ανεξαρτητοποίησης της Κεντρικής Τράπεζας. Να υιοθετήσει τα αναγκαία προγράμματα
προς σύγκλιση της οικονομίας. Από το 1994 μπαίνουμε στο δεύτερο στάδιο στης ΟΝΕ.
∆ημιουργείται το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο το οποίο θα αναπτύξει τη
συνεργασία μεταξύ των κεντρικών τραπεζών των χωρών – μελών και θα συντονίζει την
άσκηση νομισματικής πολιτικής ώστε να επιτευχθεί πλήρης σταθερότητα των τιμών. Οι
χώρες μέλη υποχρεούνται να ολοκληρώσουν τα οικονομικά προγράμματα σύγκλισης των
οικονομιών τους. Για την είσοδο μιας χώρας – μέλους στην ΟΝΕ καθορίζονται οικονομικά
κριτήρια που σχετίζονται με την σταθερότητα των τιμών, το δημόσιο χρέος την
σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τα επιτόκια. Η σημασία των κριτηρίων
είναι μεγάλη καθώς το κριτήριο του πληθωρισμού είναι απαραίτητο για την αποφυγή
αυξημένης συνολικής ζήτησης και επακόλουθων πληθωριστικών πιέσεων και για την
αποφυγή μη υγιών ευθυγραμμίσεων των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η
υιοθέτηση δημοσιονομικών κανόνων βοηθά στη μείωση του δημοσίου χρέους και των
δανειακών αναγκών για τι διαφορετικά μια χώρα – μέλος θα κινδύνευε με χρεοκοπία που
θα οδηγούσε στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και άλλων ιδρυμάτων. Οι
προϋποθέσεις σχεδιάστηκαν ώστε να διασφαλίζεται ότι η ζώνη του ενιαίου νομίσματος θα
βασιζόταν σε γερά οικονομικά και νομισματικά θεμέλια και οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση
του Συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης, το οποίο αποτελεί πλαίσιο για τις
οικονομικές και νομισματικές πολιτικές και διασφαλίζει ότι η σταθερότητα δεν απειλείται
από εθνική αστάθεια ή ανεύθυνες πολιτικές. Έτσι δημιουργήθηκε η δυνατότητα
δρομολόγησης του συστήματος του ενιαίου νομίσματος από το 1997 αλλά το σύστημα
τέθηκε τελικά σε ισχύ το 1999. Μέχρι το 1996 θα συνταχθεί από την επιτροπή και το
ευρωπαϊκό νομισματικό ινστιτούτο έκθεση αξιολόγησης της πορείας της οικονομίας κάθε
χώρας – μέλους για την ένταξή της ή όχι στην ΟΝΕ. Το Συμβούλιο στη συνέχεια εκτιμά
κατά πόσο ένα κράτος – μέλος πληροί τις προϋποθέσεις για την υιοθέτηση ενιαίου
νομίσματος. Το Ηνωμένο βασίλειο απαλλάχτηκε από το τρίτο στάδιο της οικονομικής και
νομισματικής ένωσης. Έγινε σαφές ότι υπήρχε ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της
βρετανικής κυβέρνησης και των υπολοίπων. Έτσι δημιουργείται μια Ευρώπη δύο
ταχυτήτων.
Τομέας πολιτικής που προκάλεσε προβλήματα ήταν η κοινωνική πολιτική. Αν και τα 11
κράτη – μέλη επιθυμούσαν να αξιοποιήσουν και να κατοχυρώσουν τον Κοινωνικό Χάρτη
ο οποίος είχε εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η κυβέρνηση της Βρετανίας δεν
επιθυμούσε επέκταση των υφιστάμενων αρμοδιοτήτων της Κοινότητας στον τομέα αυτό.
Η σύνοδος Κορυφής έφτασε σε σημείο διάλυσης αλλά τελικά το αδιέξοδο
αντιμετωπίστηκε με την υπογραφή ξεχωριστού πρωτοκόλλου από τα 11 κράτη – μέλη της
Κοινότητας.
∆εύτερος Πυλώνας: Κοινή Εξωτερική πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας
Ο δεύτερος πυλώνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και
Πολιτική Ασφάλειας. Με την ΕΕΠ (1986), η ΕΠΣ εντάχθηκε στο θεσμικό σύστημα της
Κοινότητας (με άλλα λόγια ένας συνδεόμενος θεσμός έγινε Κοινοτικός) Με τη ΣΕΕ
(1992), ήρθε η σειρά της ∆ΕΕ να προχωρήσει στην κατεύθυνση της ένταξης στο θεσμικό
σύστημα της Ε.Ε. ∆ιαπιστώθηκαν όμως σημαντικές διαφορές απόψεων μέσα στην
Κοινότητα, ανάμεσα σε αυτούς που ήθελαν να γίνει η ∆ΕΕ ο αμυντικός βραχίονας της
Ένωσης και σε αυτούς που επέμεναν στη διατήρηση του κυρίαρχου ρόλους του ΝΑΤΟ για
την άμυνα της Ε.Ε. Έτσι ως αποτέλεσμα συμβιβασμού αυτών των διαφορετικών απόψεων,
η ∆ΕΕ εντάχθηκε στην ΚΕΠΠΑ, αλλά διατήρησε μια ουσιαστική αυτονομία από την
Κοινότητα και υπάγεται τόσο στην Ε.Ε. όσο και στο ΝΑΤΟ. Κατά συνέπεια, για να
δραστηριοποιηθεί η ∆ΕΕ απαιτείται συμφωνία των χωρών της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ.
Σχηματίστηκε λοιπόν με τη ΣΕΕ η ΚΕΠΠΑ ως δεύτερος πυλώνας της Ε.Ε. Η ΕΠΣ
απορροφήθηκε πλήρως από την ΚΕΠΠΑ και σταμάτησε να έχει λόγο ύπαρξης.
Η εξέλιξη στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις
κοσμοϊστορικές αλλαγές στη διεθνή πολιτική (κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ,
διάλυση της ΕΣΣ∆, τέλος της διπολικής αντιπαράθεσης). Η χαλάρωση του διπολισμού
έδωσε την ευκαιρία στη δυτική Ευρώπη να κάνει κάποιες απόπειρες προς την κατεύθυνση
μιας περισσότερο ενιαίας και αυτόνομης παρουσίας στη διεθνή πολιτική. Η ΕΕΠ όριζε ότι
τα κράτη-μέλη προσπαθούν να διατυπώνουν και να εφαρμόζουν από κοινού μια
ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική. Η ΣΣΕ όρισε ότι η ΕΕ και τα κράτη – μέλη της
καθορίζουν και εφαρμόζουν μια Κοινή Εξωτερική πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας
(ΚΕΠΠΑ). Οι στόχοι της ΚΕΠΠΑ προσδιορίζονταν με γενικούς όρους ενώ ο ειδικότερος
καθορισμός και η επεξεργασία των αρχών και των γενικών κατευθυντήριων γραμμών
ανατέθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Σκοπός της ΚΕΠΠΑ: διαφύλαξη κοινών αξιών, ενίσχυση της ασφάλειας της ένωσης και
των κρατών – μελών, διατήρηση της ειρήνης και ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας,
ανάπτυξη και εδραίωση της δημοκρατίας και του κράτους – δικαίου.
Τρόποι για την επίτευξη στόχων της ΚΕΠΠΑ: Συστηματική συνεργασία μεταξύ των
κρατών – μελών σε όλα τα θέματα Εξωτερικής πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας. Όποτε
κρινόταν αναγκαίο το Συμβούλιο έπρεπε να καθορίζει κοινές θέσεις σύμφωνα με τις
οποίες τα κράτη – μέλη έπρεπε να διασφαλίζουν ότι οι εθνικές πολιτικές τους
συμμορφώνονται. Κατά τη λήψη απόφασης καθοριζόταν ότι οι αποφάσεις εφαρμογής θα
λαμβάνονταν με ειδική πλειοψηφία. Η ∆υτικοευρωπαϊκή Ένωση επρόκειτο να μεριμνά για
την εκπόνηση και την εφαρμογή των αποφάσεων και των δράσεων της Ένωσης που έχουν
συνέπειες στην άμυνα. Έτσι εντάχθηκε η Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία στο ευρύτερο
πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας. Η σημασία του
Πυλώνα βρίσκεται στην εισαγωγή δύο νέων σημαντικών στοιχείων στη διαδικασία
ολοκλήρωσης της ∆υτικής Ευρώπης. α) στη δυνατότητα λήψης ορισμένων σχετικών
αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία ακόμα και σε θέματα μικρότερης αξίας και β) στην
ένταξη της άμυνας στο πρόγραμμα πολιτικής.
Τρίτος Πυλώνας: Συνεργασία στους τομείς δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων
Θεωρούνται θέματα κοινού ενδιαφέροντος η πολιτική του ασύλου, η μεταναστευτική
πολιτική και τα δικαιώματα διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών, η καταπολέμηση των
ναρκωτικών και της διεθνούς απάτης, η δικαστική συνεργασία σε αστικές και ποινικές
υποθέσεις, η τελωνιακή και αστυνομική συνεργασία. Τα μέτρα που θα λαμβάνονται σε
σχέση μ’ αυτά τα θέματα έπρεπε να συμφωνούν με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης των ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στους τομείς ενδιαφέροντος μπορούσε να
προβαίνει το Συμβούλιο υιοθετώντας κοινές θέσεις και προωθώντας κάθε ενδεδειγμένη
μορφή συνεργασίας με τις σχετικές αποφάσεις να λαμβάνονται ομόφωνα. Για τη
διευκόλυνση συνεργασίας η Συνθήκη υποχρέωνε τα κράτη – μέλη να θεσπίσουν
μηχανισμούς συντονισμού μεταξύ των σχετικών υπηρεσιών των διοικήσεών τους, οι
οποίοι υπάγονταν σε πολιτικό επίπεδο στην εποπτεία του Συμβουλίου Υπουργών και σε
διοικητικό επίπεδο στην εποπτεία της Συντονιστικής επιτροπής. Η σημασία του πυλώνα
στην ευρύτερη συμβολή του στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης:
δημιουργήθηκε νομική βάση για τη συνεργασία σε διάφορους τομείς δραστηριότητας που
παλιότερα αντιμετωπίζονταν σε εθνική βάση είτε αποτελούσαν αντικείμενο μιας άτυπης
συνεργασίας. Εμφανίστηκε το υπερεθνικό στοιχείο λόγω της δυνατότητας λήψης
αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία σε ορισμένους τομείς υλοποίησης πολιτικών.
3. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ
Η συνθήκη του Άμστερνταμ υπογράφηκε στις 2 Οκτωβρίου του 1997. Είχαν προηγηθεί
δύο χρόνια δύσκολων διαπραγματεύσεων μεταξύ των κρατών μελών. Το αντικείμενό τους
αφορούσε την επίτευξη συμφωνιών για την πραγματοποίηση των απαραίτητων αλλαγών
που θα επέτρεπαν την αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων. Άλλα θέματα ήταν η
σύνθεση της Επιτροπής και η στάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο.
Οι τροποποιήσεις της συνθήκης του Μάαστριχτ
α) Προστασία των ατομικών δικαιωμάτων μέσω της θέσπισης ενός συστήματος
απαγόρευσης των διακρίσεων και ενίσχυσης των αρχών της ισότητας. Στις περιπτώσεις
που ορισμένα κράτη μέλη παραβιάζουν αυτές τις αρχές θεσπίζεται σαφής μηχανισμός
επιβολής κυρώσεων ο οποίος προβλέπει μέχρι και την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων
του κράτους μέλος, εφόσον το τελευταίο προβαίνει σε σοβαρή και διαρκή παραβίασή των
ευρωπαϊκών κανόνων.
β) Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων στο εσωτερικό της ΕΕ και υιοθέτηση ρυθμίσεων
σχετικών με τη χορήγηση πολιτικού ασύλου, κανόνων διέλευσης των εξωτερικών
συνόρων, μεταναστευτικής πολιτικής, συνεργασίας των δικαστικών αρχών
γ) θέσπιση και ενδυνάμωση πολιτικών που αφορούν την ποιότητα ζωής του ευρωπαίου
πολίτη.
δ) δημιουργία ρυθμίσεων με στόχο έχουν την ενίσχυση του δημοκρατικού χαρακτήρα των
ευρωπαϊκών θεσμών αλλά και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων (επικουρικότητα,
διαφάνεια, ποιότητα της κοινοτικής νομοθεσίας)
ε) συμφωνία γύρω από μια σειρά τροποποιήσεων οι οποίες ενισχύουν τη συνοχή, την
αποτελεσματικότητα και τη διαφάνεια της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής
Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).
στ) Αναδιοργάνωση της θέσης των θεσμικών οργάνων και αναβάθμιση του ρόλου του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αυτό έγινε με την απλοποίηση και την επέκταση της
διαδικασίας συναπόφασης και με την ανάδειξη του Κοινοβουλίου ως ισότιμου θεσμού στο
ζήτημα του διορισμού του προέδρου της Επιτροπής.
ζ) Αποδοχή ενός συνόλου ρυθμίσεων που αποσκοπούν στην ανάπτυξη στενότερων και πιο
ευέλικτων μορφών συνεργασίας για όσα κράτη το επιθυμούν.
Τα αποτελέσματα της ∆ιακυβερνητικής ∆ιάσκεψης, η Συνθήκη του Άμστερνταμ,
καταδεικνύουν τελικά τον μεταβατικό χαρακτήρα της.
Ορισμένα στοιχεία προωθούν την περαιτέρω εμβάθυνση:
Η περαιτέρω ενίσχυση του Ευρ. Κ. μέσω της ενίσχυσης της «διαδικασίας
συναπόφασης» την οποία όπως γνωρίζουμε, εισήγαγε η Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Η ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Επιτροπής και
Η περαιτέρω θέσπιση της ΚΕΠΠΑ ως «κανονικού» τομέα δράσης της Ε.Ε.
υποδεικνύουν ότι η ομοσπονδιακή όψη της Ένωσης παραμένει δυνητικά
σημαντική.
Το Άμστερνταμ ενισχύει λοιπόν σε ένα βαθμό το Κοινοβούλιο και την Επιτροπή,
κατεξοχήν υπερεθνικούς θεσμούς της Ένωσης.
Η Συνθήκη του Άμστερνταμ ενισχύει σημαντικά το ρόλο του προέδρου της Επιτροπής και
του προσδίδει νέες πολιτικές και συμβολικές εξουσίες, σηματοδοτώντας την απομάκρυνση
από ένα κυρίαρχα τεχνοκρατικό πρότυπο. Η τοποθέτηση των Επιτρόπων γίνεται πλέον με
«κοινή συμφωνία» κυβερνήσεων και προέδρου, η τοποθέτηση του προέδρου προϋποθέτει
ξεχωριστή έγκριση του Ευρ. Κ. και στο συμβολικό επίπεδο, στον πρόεδρο αναγνωρίζεται
ρητά ο ρόλος της «πολιτικής καθοδήγησης της Επιτροπής».
Επίσης το Άμστερνταμ προσδίδει κάποια υπερεθνικά στοιχεία στην κυρίαρχη
διακυβερνητική ΚΕΠΠΑ. ∆ιατηρεί βέβαια τη δομή της Ένωσης με τους τρεις πυλώνες και
συνεπώς δεν αλλάζει το βασικό χαρακτήρα της ΚΕΠΠΑ ως δεύτερου πυλώνα. Με τη νέα
Συνθήκη όμως, η εξωτερική και αμυντική πολιτική της Ένωσης αποκτά για πρώτη φορά
έναν εκπρόσωπο, ένα θεσμό που θυμίζει Υπουργείο Εξωτερικών.
στόσο όπως αναφέραμε πιο πάνω, η νέα Συνθήκη έχει αμφίρροπο χαρακτήρα. Έτσι
κάποια άλλα στοιχεία της υποδεικνύουν την εμμονή κάποιων διακυβερνητικών όψεων:
Η θεσμοθέτηση της επίκλησης του «ζωτικού εθνικού συμφέροντος» για τη χρήση
του βέτο σε ορισμένες περιπτώσεις
Η αδυναμία περαιτέρω επέκτασης της αρχής της ειδικής πλειοψηφίας
Η έννοια της «ενισχυμένης συνεργασίας» στην εξέλιξη της ενοποίησης
Η τελευταία αυτή έννοια έχει ιδιαίτερη σημασία. Πιο συγκεκριμένα, η Συνθήκη
αναφέρεται στη δυνατότητα «ενισχυμένης συνεργασίας» μεταξύ της πλειοψηφίας των
κρατών- μελών σε επιμέρους πεδία πολιτικών. Ουσιαστικά πρόκειται για το παλαιότερο
αίτημα «ευελιξίας» (flexibility) στην ανάπτυξη μορφών στενότερης συνεργασίας μεταξύ
ορισμένων μελών (και εξ’ αυτού εκφράζονται φόβοι για Ευρώπη των δύο ή τριών
ταχυτήτων κτλ). Το αποτέλεσμα της γενικότερης διχογνωμίας για τα ζητήματα της
«ενισχυμένης συνεργασίας» ήταν να μην εφαρμοστεί η σχετική ρήτρα με την έναρξη
ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ (τον Μάιο του 1999).
Στόχοι της συνθήκης του Άμστερνταμ:
α) ανάδειξη του προβλήματος της απασχόλησης και της ανεργίας ως ενός από τα
κεντρικότερα ζητήματα της εποχής,
β) εξάλειψη όσων προσκομμάτων είχαν απομείνει στην ελεύθερη διακίνηση των ατόμων
και στην ενδυνάμωση της ασφάλειας μέσω της συνεργασίας των κρατών μελών στα
θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων
γ) ενίσχυση του ρόλου της ΕΕ στο παγκόσμιο γίγνεσθαι μέσω της ανάληψης εκπόνησης
κοινών στρατηγικών και κατευθύνσεων από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
δ) σχηματισμό μιας πιο αποτελεσματικής θεσμικής δομής ενόψει της πέμπτης διεύρυνσης.
4. Η Συνθήκη της Νίκαιας
Η σύγκληση του Ευρωπαϊκού συμβουλίου της Νίκαιας (8- 10 ∆εκεμβρίου) θα οδηγήσει
στην υιοθέτηση πολλών αποφάσεων και τροποποιήσεων. Οι πιο σημαντικές αφορούν τα
εξής θέματα:
α) Λειτουργία Οργάνων
Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο: αποφασίστηκε η ανακατανομή των εδρών στην προοπτική της
δημιουργίας μιας ΕΕ των 27 μελών. Το αποτέλεσμα είναι ο αριθμός των εδρών των ήδη
μελών να μειώνεται από 626 σε 535 έδρες, όπου μόνο η Γερμανία και το Λουξεμβούργο
διατηρούν τον ίδιο αριθμό εδρών.
Συμβούλιο: τροποποίηση του συστήματος λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία. Έτσι,
από εδώ και πέρα θα θεωρείται πως έχει επιτευχθεί η ειδική πλειοψηφία όταν συντρέχουν
δύο προϋποθέσεις: ι) συγκεντρώνεται το μίνιμουμ όριο της ειδικής πλειοψηφίας και ιι)
συγκεντρώνεται η ψήφος των πλειοψηφίας των κρατών μελών. Ταυτόχρονα
τροποποιήθηκε ο αριθμός των ψήφων που αναλογούν σε κάθε κράτος- μέλος με τα 5
μεγαλύτερα κράτη να διαθέτουν στην ΕΕ15 το 60% των ψήφων.
Τέλος, προβλέπεται η δυνατότητα για ένα μέλος να ζητήσει να εξακριβωθεί πως τα μέλη
που συγκροτούν την ειδική πλειοψηφία αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 62% του
ευρωπαϊκού πληθυσμού
Επιτροπή: προβλέπεται πως από το έτος 2005 θα αντιστοιχεί ένας υπήκοος ανά κράτος
μέλος, πράγμα που σημαίνει πως τα μεγαλύτερα κράτη- μέλη περιορίζονται από δύο σε
ένα επίτροπο. Αναγνωρίζεται ως ανώτερος αριθμός τα 27 μέλη.
∆ιορισμός των μελών της Επιτροπής:
πρώτο στάδιο το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία ορίζει τον Πρόεδρο τον οποίο θα πρέπει
να εγκρίνει και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
δεύτερο στάδιο το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία και ύστερα από συνεννόηση με τον
Πρόεδρο εγκρίνει τον κατάλογο των μελών της Επιτροπής ενώ απαιτείται και η σύμφωνη
γνώμη του Ευρωκοινοβουλίου.
β) Επέκταση της ψήφου με ειδική πλειοψηφία: ο τρόπος λήψης αποφάσεων από την
ομοφωνία περνά στην ειδική πλειοψηφία
γ) Ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ κρατών- μελών
Στο εξής ο ελάχιστος αριθμός των κρατών τα οποία μπορούν να συνάψουν ενισχυμένη
συνεργασία είναι τα οκτώ μέλη, ενώ μέχρι τη Νίκαια χρειαζόταν η πλειοψηφία των
κρατών μελών. Επίσης καταργήθηκε και η δυνατότητα άσκησης βέτο για την εφαρμογή
μιας τέτοιας συνθήκης. Υπάρχει όμως η δυνατότητα προσφυγής στο Συμβούλιο το οποίο
μπορεί να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία. Αν ο τομέας της ενισχυμένης συνεργασίας
υπάγεται στο πεδίο της συναπόφασης τότε χρειάζεται και η σύμφωνη γνώμη του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η νέα ∆ιακυβερνητική που επεξεργάστηκε τις αλλαγές στη Συνθήκη του Άμστερνταμ – η
οποία όπως είπαμε είχε έναν αρκετά «προσωρινό» χαρακτήρα- κατέληξε σε μια Συνθήκη
που τελικά υπογράφτηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2001 στο Συμβούλιο της Νίκαιας. στόσο,
η Συνθήκη της Νίκαιας- το νέο θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης- δεν αποτέλεσε τελικά ένα
κείμενο που να μοιάζει λιγότερο προσωρινό από αυτό του Άμστερνταμ.
Ακριβέστερα, η νέα Συνθήκη έδωσε κάποιες λύσεις σε επιμέρους τεχνικά ζητήματα που
αφορούσαν κυρίως την προσαρμογή της Ένωσης ενόψει της διεύρυνσης της με νέα μέλη,
άφησε και πάλι όμως αναπάντητα τα μεγάλα, συνταγματικής υφής, ερωτήματα που
αφορούν το πολιτικό σύστημα της Ευρώπης. Κυριάρχησε το ζήτημα της διεύρυνσης. Τι
νέο λοιπόν έφερε η Συνθήκη της Νίκαιας;
Με δεδομένη την αναμενόμενη αύξηση του αριθμού των κρατών-μελών, ορίζεται
ότι από το 2005 η Ευρωπαϊκή Ένωση θα απαρτίζεται από έναν Επίτροπο από κάθε
κράτος- μέλος (άρα οι μεγάλες χώρες χάνουν το δικαίωμα αποστολής δύο
Επιτρόπων).
Αυξάνεται ο αριθμός των περιπτώσεων στις οποίες εφαρμόζεται η αρχή της ειδικής
πλειοψηφίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, παραμένουν όμως «εκτός» αρκετά
κρίσιμα πεδία (κοινωνική πολιτική, φορολογία κτλ)
Με στόχο την εξομάλυνση της πορείας προς τη διεύρυνση (που τελικά θα οδηγήσει
σε μια Ένωση 27 μελών), αποφασίστηκε η τροποποίηση γενικότερα του
συστήματος λήψης αποφάσεων.
Είδαμε ότι η «ενισχυμένη συνεργασία» την οποία εισήγαγε το Άμστερνταμ
παρέμενε μετέωρη. Με τη Νίκαια ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις μετάβασης σε
«ενισχυμένες συνεργασίες» και επεκτείνεται η δυνατότητα εφαρμογής της «
ενισχυμένης συνεργασίας» και στο επίπεδο της ΚΕΠΠΑ, με την προϋπόθεση ότι η
συνεργασία αυτή δεν αφορά «θέματα που έχουν στρατιωτικές συνέπειες ή θέματα
άμυνας».
Εκτός του πλαισίου της Συνθήκης της Νίκαιας και χωρίς να έχει δεσμευτική ισχύ για τα
κράτη- μέλη υιοθετήθηκε και ο Χάρτης Θεμελιωδών ∆ικαιωμάτων. Ο Χάρτης αποτελεί
μια νομικά ανίσχυρη αλλά συμβολικά μεγάλης σημασίας εξέλιξη, η οποία υπογραμμίζει
την αποδοχή από τα μέλη της Ένωσης μίας σειράς κοινών πολικών αξιών (ανθρώπινη
αξιοπρέπεια, ατομικές ελευθερίες, ισότητα, αλληλεγγύη, ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης).
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα της ενσωμάτωσης του Χάρτη στη Συνθήκη θα συζητηθεί και
πάλι στη ∆ιακυβερνητική του 2004 (που έγινε στην Αθήνα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου