16/6/10

ΕΠΟ_३३_ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΡΩΜΗΣ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ
1. Αναθεώρηση των Συνθηκών της Ρώμης
α) Συνθήκες που οδήγησαν στην αναθεώρηση
Οι διεθνείς κρίσεις της δεκαετίας του 1970 έφεραν τη δυτική Ευρώπη αντιμέτωπη με μια
σειρά από προκλήσεις. Οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979, η κατάσταση
παρατεταμένης κρίσης που έγινε γνωστή ως στασιμοπληθωρισμός, ο ανταγωνισμός που
αντιμετώπιζαν τα ευρωπαϊκά προϊόντα τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από τις βιομηχανικές
χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού. Η λογική του διπολισμού, στον
οποίο παρέμεναν εγκλωβισμένες οι ευρωπαϊκές χώρες, Η πρόκληση της διεύρυνσης προς
τη νότια Ευρώπη δημιούργησαν σωρευμένες προκλήσεις, τις οποίες έπρεπε να
αντιμετωπίσουν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 άρχισαν να γίνονται αντιληπτά από τους πολιτικούς και
τους οικονομικούς κύκλους το μέγεθος και η σημασία των ∆ιεθνών προκλήσεων πράγμα
το οποίο οδήγησε στην εύρεση λύσεων που αφορούσαν: την οικονομική αναζωογόνηση
και αύξηση της ανταγωνιστικότητας των θεσμικών ευρωπαϊκών προϊόντων, τη θεσμική
μεταρρύθμιση και βελτίωση της λειτουργίας των ευρωπαϊκών οργάνων. Οι εξελίξεις της
δεκαετίας του 1980 έχουν άμεση σχέση με την προσπάθεια της ∆υτικής Ευρώπης να
ενισχύσει τη θέση της διεθνώς. Σκοπός των κυβερνήσεων των κρατών – μελών των ΕΚ
είναι να επεκτείνουν και να εμβαθύνουν ολοκληρώνοντας την Κοινή Αγορά που είχε
ιδρυθεί με τη Συνθήκη της Ρώμης.
Από την υπογραφή των συνθηκών στη Ρώμη έως την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
υπογράφηκαν και άλλες διατάξεις. Οι σύνοδοι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του
Φονταιμπλώ και του Μιλάνου σηματοδοτούν τη θέση του ενοποιητικού εγχειρήματος σε
εξελικτική τροχιά. Στη σύνοδο του Φονταινεμπλώ ο γάλλος πρόεδρος Μιτεράν με τη
βοήθεια του γερμανού καγκελάριου Κολ επιτυγχάνει την υιοθέτηση μέτρων
εξομαλύνοντας το έδαφος για την ανάληψη πρωτοβουλίας, η οποία θα επιτάχυνε την
συσσωματική διαδικασία. Μεταξύ άλλων αποφασίστηκε η συγκρότηση μιας επιτροπής
εμπειρογνωμόνων που την αποτελούσαν προσωπικοί εκπρόσωποι των αρχηγών κρατών
και κυβερνήσεων και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της οποίας την προεδρία
θα αναλάμβανε ο Dooge. Η επιτροπή Dooge υπέβαλε την τελική της έκθεση με προτάσεις
που περιελάμβαναν τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς, την ενίσχυση του ευρωπαϊκού
Νομισματικού Συστήματος και τη βελτίωση της Ευρωπαϊκής πολιτικής Συνεργασίας.
Σχετικά με τους θεσμούς και τις διαδικασίες προτείνει συχνότερη χρήση του κανόνα της
πλειοψηφίας στο Συμβούλιο Υπουργών και εφαρμογή της ομοφωνίας σε ορισμένες
περιπτώσεις, παροχή ψήφου εμπιστοσύνης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς την
Επιτροπή κατά την έναρξη της θητείας της και δικαίωμα συναπόφασης του Συμβουλίου
και του Κοινοβουλίου. Η έκθεση της επιτροπής Dooge εξετάστηκε στη Σύνοδο του
Μιλάνου. Για την ταχύτερη ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς σημαντική ήταν η Λευκή
Βίβλος της Επιτροπής, η οποία προσδιόριζε νομοθετικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για
τη δημιουργία ενιαίας αγοράς με άρση φυσικών, τεχνικών και δασμολογικών φραγμών
στη διεξαγωγή του εμπορίου. Το Συμβούλιο του Μιλάνου ενέκρινε τα δύο κείμενα για
τους θεσμούς και την ενιαία αγορά, που είχαν προηγηθεί την απόφαση Dijon, η οποία
προέβλεπε ότι ένα προϊόν νομίμως παραγόμενο και διατιθέμενο από ένα κράτος μπορούσε
να εισαχθεί σε ένα άλλο χωρίς περιορισμούς και τη συμφωνία Σένγκεν, η οποία προέβλεπε ην σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα. ως βάση για την αναθεώρηση
για τη Συνθήκη της Ρώμης και αποφάσισε τη σύγκληση μιας διακυβερνητικής διάσκεψης
για την πραγματοποίηση της αναθεώρησης αυτής. Στο Μιλάνο τον Ιούνιο του 1985 τα
κράτη – μέλη αναγνώρισαν ότι έπρεπε να μεταβληθούν οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων
στο πλαίσιο της Κοινότητας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι αναλαμβάνει την
ευθύνη για όλες τις σημαντικές αποφάσεις, όπως τη διεύρυνση της κοινότητας και τον
προϋπολογισμό. Αποφασίστηκε η θέσπιση μιας ∆ιακυβερνητικής ∆ιάσκεψης (∆∆), η
οποία θα αναλάμβανε τη διαπραγμάτευση και την προετοιμασία της αναθεώρησης των
συνθηκών και η οποία τελείωσε τις εργασίες της με την υπογραφή της Ενιαίας
Ευρωπαϊκής Πράξης (ΕΕΠ).
ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ
Λόγοι δημιουργίας του Μάαστριχτ
Οι απογοητεύσεις από την ΕΕΠ για την οποία πίστευαν ότι δεν προωθούσε επαρκώς τη
διαδικασία ολοκλήρωσης αλλά και κάποιοι εξωτερικοί και εσωτερικοί παράγοντες
οδήγησαν σε περαιτέρω ολοκλήρωση.
α) εξωτερικοί παράγοντες
∆ιάλυση του κομμουνιστικού μπλοκ. Η εξάλειψη της απειλής με την κατάρρευση του
υπαρκτού σοσιαλισμού αποτελούσε ένα κίνητρο για την επαναλειτουργία της διαλεκτικής
μεταξύ της εμβάθυνσης και διεύρυνσης. ∆ημιουργήθηκε η ανάγκη ενοποίησης και της
υπόλοιπης Ευρώπης προκειμένου να αποτραπεί η χάραξη ενός συνόρου που θα χώριζε την
Ευρώπη σε δύο αντίθετα τμήματα, της ανέχειας, της ανασφάλειας, της αστάθειας και του
πολέμου από τη μια μεριά και της ευημερίας, της ασφάλειας, της σταθερότητας και της
ειρήνης από την άλλη. Έτσι η κοινότητα κινήθηκε προς την επίσπευση της πολιτικής
ένωσης με τη χειραγώγηση των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης κατά την
πραγματοποίηση εγκαθίδρυσης φιλελεύθερης δημοκρατίας, οικονομίας αγοράς και
κοινωνίας πολιτών με την συνδρομή της κοινότητας. Η ανάδειξη φιλελεύθερων
δημοκρατικών κρατών με οικονομίες βασισμένες στην αγορά δημιούργησαν το
ενδεχόμενο η Κοινότητα να ασχολείται με πανευρωπαϊκά προβλήματα. Γι’ αυτό η
κοινότητα θα έπρεπε να ενοποιηθεί και να ενισχυθεί ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει
καλύτερα τις προκλήσεις της μεταβαλλόμενης Ευρώπης.
Η ένωση της Γερμανίας αποτελούσε τη μεγαλύτερη πρόκληση για την κοινότητα
δημιουργώντας ερωτηματικά σχετικά με το μελλοντικό ρόλο της Γερμανίας στο πλαίσιο
της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Υπήρχε ο φόβος κυριαρχίας της Γερμανίας στην Ευρώπη,
φόβος τον οποίο προσπάθησε να διαλύσει ο καγκελάριος Κολ. Σε πολλούς υπήρχε η
άποψη ότι έπρεπε να πραγματοποιηθεί η διαδικασία ολοκλήρωσης ώστε η Γερμανία να
ενταχθεί ομαλά στην Κοινότητα. Η συμφωνία Γαλλίας και Γερμανίας για την ΟΝΕ έθεσε
σε κίνηση τον προωθητικό μηχανισμό της ολοκλήρωσης. Ο γερμανός καγκελάριος
επιθυμούσε την ένταξη της Γερμανίας στην Ευρώπη καθησυχάζοντας έτσι όσους
ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο μιας Ευρώπης κάτω από Γερμανική στέγη. Έτσι
επιτράπηκε η θεσμική αλλαγή της κοινότητας και μάλιστα σε μια εποχή όπου η ευρωπαϊκή
κοινότητα εύρισκε τρόπους να επιτρέπει τη συμμετοχή τρίτων κρατών στην ενοποιητική
διαδικασία.
Το τέλος του Ψυχρού πολέμου: Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ενίσχυσε το αίσθημα
αβεβαιότητας σχετικά με τη μελλοντική φύση και σταθερότητα της ευρωπαϊκής ηπείρου
καθώς και την πορεία του διεθνούς συστήματος. Το τέλος του Ψυχρού πολέμου καθώς η
νέα κατάσταση σήμαινε την κατάργηση των συνθηκών που είχαν παράγει την ιδεολογία
στους τομείς επικέντρωσης και το πλαίσιο της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Έτσι
ανέκυπταν ερωτήματα για το ρόλο της κοινότητας στους τομείς εξωτερικής πολιτικής και
πολιτικής ασφάλειας.
β) Εσωτερικοί παράγοντες συνδέονται με την ώθηση για περαιτέρω ολοκλήρωση μέσα
από ένα νέο ξεκίνημα που βρήκε την έκφραση στο πρόγραμμα της Ενιαίας Ευρωπαϊκής
Αγοράς.
• Συνειδητοποίηση ότι θα αποκομίζονταν πλήρη οφέλη της Ενιαίας Ευρωπαϊκής
Αγοράς μόνο όταν θα λαμβάνονταν μέτρα για την επίτευξη της Οικονομικής και
Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Το νέο νόμισμα θεωρούνταν απαραίτητο για την
εξάλειψη στρεβλώσεων στις εμπορικές συναλλαγές.
• Γινόταν αποδεκτή η αναγκαιότητα μιας κοινωνικής διάστασης που θα εξομάλυνε
και θα αντιστάθμιζε ορισμένες από τις συνέπειες της φιλελεύθερης αγοράς.
• Η κατάργηση συνοριακών ελέγχων δημιουργούσε πιέσεις για τη λειτουργία σε
κοινοτικό επίπεδο νέων και σημαντικά βελτιωμένων μηχανισμών για την
αντιμετώπιση προβλημάτων.
• Το δημοκρατικό έλλειμμα άρχισε να θεωρείται πολύ σημαντικό.
Έτσι δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για ένα νέο γύρο διαπραγματεύσεων για
μεγαλύτερη ολοκλήρωση μεταξύ των κρατών – μελών. Πέρα από τις αντιδράσεις που
κυρίως προέρχονταν από τη Βρετανία, τα υπόλοιπα κράτη – μέλη συμφωνούσαν στην
περαιτέρω ολοκλήρωση αν και τα κίνητρά τους μπορεί να ήταν διαφορετικά. Όλοι
αντιλαμβάνονταν την αναγκαιότητα ενίσχυσης και βελτίωσης των ικανοτήτων και
αρμοδιοτήτων της Κοινότητας. Έτσι επικρατούσε η άποψη ότι ήταν αναγκαίες και άλλες
μεταρρυθμίσεις.
Η στάση της Γερμανίας και της Γαλλίας απέναντι στην Ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν
σημαντική. Βασικός στόχος του Κολ ήταν να ολοκληρώσει τη διαδικασία οριστικού
κλειδώματος της πρόσφατα ενωμένης Γερμανίας μέσω της Πολιτικής ένωσης. Ο Μιτεράν
επιθυμούσε την de facto ηγεμονία του γερμανικού μάρκου και ο πολιτικός έλεγχος της
Ευρώπης σε νομισματικά θέματα. Η εναρμόνιση των θέσεών τους οδήγησε σε καλύτερη
πορεία της ενοποίησης. Ο γερμανός καγκελάριος Κολ και ο γάλλος πρόεδρος Μιττεράντ
σε μια κοινή επιστολή τους προς τον Ιρλανδό πρωθυπουργό Haughey υπογράμμιζαν την
ανάγκη επιτάχυνσης της πολιτικής οικοδόμησης των δώδεκα και ότι είχε έρθει η στιγμή
για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ζήτησαν λοιπόν από το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες ώστε να συγκληθεί μια διάσκεψη για την
πολιτική ένωση με βασικούς σκοπούς την ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας και
της αποτελεσματικότητας των κοινοτικών θεσμών, τη διασφάλιση συνοχής στο
οικονομικό, νομισματικό και πολιτικό πεδίο και στη θέσπιση κοινής εξωτερικής πολιτικής
και ασφάλειας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε να διεξαχθούν δύο ξεχωριστές αλλά
παράλληλες ∆∆ για να εξετάσουν την πολιτική καθώς και την οικονομική και νομισματική
ένωση. Μετά από ένα χρόνο διαβουλεύσεων οι δύο ∆∆ έδωσαν την αναφορά τους στο
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μάαστριχτ που είχε σαν αποτέλεσμα τη συνθήκη για την
Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το θέμα της μορφής και της οικονομικής νομισματικής ενοποίησης ανατέθηκε στην
επιτροπή Delors με στόχο την εκπόνηση μελέτης καταγραφής διαδοχικών σταδίων έως την
ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης: α) όλα τα κράτη - μέλη έπρεπε να
μετέχουν στο μηχανισμό των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών. β) πραγματοποίηση
εναρμόνισης των νομισματικών πολιτικών των κρατών μελών και ίδρυση της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας. γ) μεταβίβαση όλων των οικονομικών και νομισματικών
αρμοδιοτήτων στην Κοινότητα και προσδιορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών τις
οποίες θα ακολουθούσε η δημιουργία του κοινού νομίσματος. Για τη δημιουργία της ΟΝΕ
έπρεπε να αναθεωρήσουν τη Συνθήκη της Ρώμης.
Ακούστηκαν διαφορετικές απόψεις και δημιουργήθηκαν πολλές αντιδράσεις αναφορικά με
τη χρονική διάρκεια των σταδίων της ΟΝΕ. Πολλές χώρες είχαν τις επιφυλάξεις τους. Ο
τελικός συμβιβασμός προέβλεπε τη δημιουργία της ΟΝΕ σε τρία στάδια και έδινε τη
δυνατότητα στις χώρες να μην συμμετέχουν στο τρίτο στάδιο που προέβλεπε την
αντικατάσταση των νομισμάτων τους από το ενιαίο νόμισμα. Τελικά όπως είχε
προγραμματιστεί οι δύο διακυβερνητικές διασκέψεις παρουσίασαν τις εκθέσεις τους στη
Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Μάαστριχτ. Η διακυβερνητική διάσκεψη για την
ΟΝΕ υπέβαλε σαφείς συστάσεις για την αναθεώρηση των συνθηκών.
Η διακυβερνητική για την Πολιτική Ένωση δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη.
Εξωτερικοί παράγοντες, όπως η έξαρση του μικρο-εθνικισμού, η επίδραση στη συνοχή
των κρατικών δομών, ο πόλεμος του Κόλπου στην Κορέα, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας
και η επικείμενη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησαν την ανάγκη μιας
κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας των ∆ώδεκα που θα έδινε τη
δυνατότητα στη δημιουργούμενη Ένωση να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στη διεθνή
σκηνή. Σημειώθηκε αντίδραση από τη Βρετανία και τη Γαλλία, οι οποίες δεν επιθυμούσαν
την επέκταση της κοινοτικής αρμοδιότητας στα ευαίσθητα πεδία της εξωτερικής πολιτικής
και των εσωτερικών υποθέσεων έτσι προτάθηκε η λύση των τριών πυλώνων για την
άσκηση της πολιτικής στα πεδία αυτά. Σχετικά με την άμυνα και την ασφάλεια υπήρξε
διαμάχη μεταξύ Ευρωπαϊστών και Ατλαντιστών από τους οποίους οι πρώτοι είχαν ταχθεί
υπέρ της δημιουργίας ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας και της περίληψης της ρήτρας
αμοιβαίας βοήθειας ενώ οι δεύτεροι υποστήριζαν ότι η ευρωπαϊκή άμυνα έπρεπε να
παραμείνει στην αρμοδιότητα του ΝΑΤΟ. Το αποτέλεσμα ήταν μια συμβιβαστική λύση.
2. Αναθεώρηση του Μάαστριχτ
a. Συνθήκες αναθεώρησης
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ίδια η Συνθήκη περιελάμβανε διάταξη για αναθεώρησή της με
∆ιακυβερνητική ∆ιάσκεψη που θα έπρεπε να συγκληθεί το 1996, μέσα σε σύντομο δηλαδή
διάστημα από την έναρξη εφαρμογής της Συνθήκης- μια ασυνήθιστη πρόβλεψη!
Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την ανάγκη αναθεώρησης ήταν τόσο οικονομικοί όσο
και πολιτικοί:
Η πορεία προς την ΟΝΕ αποτελούσε πορεία προς ένα νέο και εν πολλοίς
ανεξερεύνητο πεδίο.
Η κατάρρευση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα σε δυτική και ανατολική
Ευρώπη οδήγησε σε ένα νέο κύμα αιτήσεων για ένταξη στην Κοινότητα
Ο τρόπος πρόσληψης της Συνθήκης του Μάαστριχτ από τους πολίτες της Ε.Ε.
φανέρωνε αδιαφορία και σε ορισμένες χώρες, επιφυλακτικότητα και ενίοτε
άρνηση.
Η διαδικασία επικύρωσης της Συνθήκης του Μάαστριχτ, σε ορισμένα κράτη-μέλη έλαβε
τη μορφή δημοψηφίσματος, και συνεπώς ανοιχτής αντιπαράθεσης και πολιτικοποίησης.
Τα δημοψηφίσματα αποκάλυψαν προβλήματα που φάνηκαν να αποτελούν συμπτώματα
μιας κρίσης «νομιμοποίησης», δηλαδή κρίσης αποδοχής των θεσμών της Ε.Ε. από τους
λαούς της Ευρώπης.
b. Παράγοντες αναθεώρησης
Εσωτερικοί παράγοντες:
α) Η παθογένεια της Συνθήκης.
ι) η υιοθετούμενη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο χώρο της Κοινής Εξωτερικής
Πολιτικής & Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) δεν επέτρεπε την εφαρμογή της πολιτικής
αυτής
ιι) δεν αποσαφηνιζόταν ο ρόλος της Επιτροπής σχετικά με τη διαμόρφωση και την άσκηση
της κοινής εξωτερικής πολιτικής
ιιι) υπήρχε ασάφεια στις ρυθμίσεις για την επικουρικότητα,
ιν) διαπιστώνονταν αδυναμίες για το σύνολο σχεδόν των ρυθμίσεων που αφορούσαν τον
τρίτο πυλώνα (συνεργασίας στους τομείς δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων) ν)
είχαν ανακύψει αντιπαραθέσεις σχετικά με την εφαρμογή της αρχής του ενιαίου θεσμικού
πλαισίου
β) η ανάγκη διεύρυνσης της ΕΕ, μια από τις βασικές στρατηγικές της ΕΕ μετά την πτώση
του υπαρκτού σοσιαλισμού. Μια τέτοια προοπτική έθετε επί τάπητος το ζήτημα της
θεσμικής αναδιάταξης των οργάνων της ΕΕ. Η συνθήκη του Μάαστριχτ είχε εγκριθεί από
την ΕΕ των 12 μελών, είναι προφανές πως η πραγματοποιηθείσα ένταξη Φινλανδίας,
Αυστρίας, Σουηδίας καθώς και, σε σύντομο διάστημα, αυτή των ανατολικών χωρών θα
δημιουργούσε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα η οποία είχε ανάγκη από τη
θέσπιση μιας δομής που να αντιστοιχεί στις ανάγκες συνύπαρξης 25 ή ακόμα και 30
μελών.
γ) η αρνητική διάθεση ενός σημαντικού τμήματος της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Από
πολλές πλευρές στο εσωτερικό της ΕΕ διατυπώθηκαν ενστάσεις για τον τρόπο λειτουργίας
της ΕΕ και αναπτύχθηκε η θεωρία του «δημοκρατικού ελλείμματος». Ένα μεγάλο μέρος
της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης είχε αρχίσει να αμφισβητεί τη νομιμοποίηση των εθνικών
κυβερνήσεων, αλλά και των οργάνων της ΕΕ, να προχωρούν στη λήψη και εφαρμογή
αποφάσεων χωρίς την απαραίτητη έγκριση των ευρωπαίων πολιτών. Το κλίμα αυτό θα
ενισχυθεί ύστερα και από το απορριπτικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την
επικύρωση της συνθήκης του Μάαστριχτ της ∆ανίας το οποίο έγινε δεκτό με δεύτερο
δημοψήφισμα. Για τους λόγους αυτούς στους κόλπους των ιθυνόντων της ΕΕ είχε
σχηματιστεί η πεποίθηση πως μόνο μέσα από την υιοθέτηση μέτρων δημοκρατικής
ανασύνθεσης της λειτουργίας της ΕΕ θα μπορέσει να αποκτηθεί η υποστήριξη της
ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.
δ) οι πιέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για αύξηση των ουσιαστικών αρμοδιοτήτων
του. Μια κατεύθυνση που δεν υπάρχει στη συνθήκη του Μάαστριχτ.
Οι εξωτερικοί παράγοντες
Τέτοια ζητήματα ήταν όπως η οικονομική στασιμότητα. η άνοδος της ανεργίας, οι
συναλλαγματικές κρίσεις της περιόδου ‘92-‘93, η αδυναμία ουσιαστικές παρέμβασης της
ΕΕ στο γιουγκοσλαβικό πρόβλημα καθώς και οι διαφορετικές προσεγγίσεις που είχαν
εκδηλωθεί σχετικά με τη στάση της ΕΕ απέναντι στο γύρο της Ουρουγουάης.
3. Αναθεώρηση του Άμστερνταμ
a. Συνθήκες αναθεώρησης
H Συνθήκη του Άμστερνταμ δε δίνει οριστικές απαντήσεις στα ζητήματα ενοποίησης. Η
ευρωπαϊκή Ένωση έχει να επιλύσει προβλήματα αποτελεσματικότητας και δημοκρατίας.
Παράλληλα υπάρχει το πρόβλημα της διεύρυνσης με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης
για την ανάγκη σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής περιφέρειας, την οικονομική ανάπτυξη
των χωρών αυτών και την παγίωση των νέων δημοκρατικών καθεστώτων.
Οι διαδικασίες λήψης απόφασης γίνονται περισσότερο σύνθετες και απαιτητικές, καθώς
• Αυξάνεται ο αριθμός των κρατών – μελών
• Η εμβάθυνση της ενοποίησης δημιουργεί ανάγκες και αιτήματα πιο ουσιαστικής
και συνολικής αντιμετώπισης των προβλημάτων των πολιτών της Ένωσης.
Παράλληλα προστίθενται αυξημένες αξιώσεις δημοκρατίας και δημοκρατικού ελέγχου του
κοινοτικού συστήματος.
Θεσμικές Βελτιώσεις
1. Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
Η ΕΕΠ που αφορούσε κυρίως την εγκαθίδρυση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς,
ουσιαστικά αποτελούσε ολοκλήρωση της διαδικασίας η οποία είχε ξεκινήσει με την
«κοινή αγορά» που είχε συμφωνηθεί με τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957 (ΕΟΚ). Ήταν μία
σύντομη συνθήκη στην οποία οι δώδεκα προσπαθούν να κωδικοποιήσουν και να
τακτοποιήσουν το εύρος της ολοκλήρωσης. Αφορά τη δέσμευση σε μια εσωτερική αγορά,
όπου διασφαλίζεται η ελεύθερη διακίνηση αγαθών, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων.
Επίσης επεκτείνει της αρμοδιότητες της κοινότητας με διάφορους τρόπους Ο
σημαντικότερος είναι τα μέτρα που διασφαλίζουν την οικονομική και κοινωνική συνοχή.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό βρίσκεται στην πρόβλεψη μιας συνθήκης που θα αποτελέσει
τη βάση της ευρωπαϊκής πολιτικής συνεργασίας, η ουσία της οποίας στηρίζεται σε μια
νομική δέσμευση. Στην πολιτική συνεργασία συμμετέχουν η Επιτροπή και το
Κοινοβούλιο. Σκοπός της είναι η χάραξη μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής. Επιχειρεί ν’
αντιμετωπίσει το δημοκρατικό έλλειμμα.
Το κείμενο απέβλεπε στη διατήρηση μιας ισορροπίας που θα το έκανε αποδεκτό από τα
κράτη – μέλη.
Η προσπάθεια ενίσχυσης της διεθνούς οικονομικής θέσης της ∆υτικής Ευρώπης
συνδυάστηκε με μια αντίστοιχη προσπάθεια να βελτιωθεί το θεσμικό σύστημα των ΕΚ. Τα
κύρια ζητήματα που κυριάρχησαν στις διαπραγματεύσεις αυτές ήταν η διεύρυνση των ΕΚ
με τις αιτήσεις συμμετοχής νέων χωρών, για την οποία απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι ιδιαίτερες απαιτήσεις της Βρετανίας, οι οποίες την έφερναν
σε προστριβές με τις ΕΚ και η θεσμική ρύθμιση που ήταν αναγκαία λόγω της διεύρυνσης.
Προσθήκες και τροποποιήσεις των ιδρυτικών συνθηκών από τις οποίες οι κυριότερες
ήταν: η επέκταση της ειδικής πλειοψηφίας, η εξουσιοδότηση του Συμβουλίου για την
ίδρυση ενός πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο προσδιορισμός της 31ης ∆εκεμβρίου 1992 ως
καταληκτικού χρονικού ορίου για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς. Περιελάμβανε
μικρό αριθμό κοινών διατάξεων και ρύθμιζε την ευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία.
Ενσωμάτωσε νέους τομείς πολιτικής με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ικανότητα λήψης
αποφάσεων. Θεσπίστηκε νέα νομοθετική διαδικασία με στόχο τη βελτίωση της
αποτελεσματικότητας της λήψης αποφάσεων στο Συμβούλιο Υπουργών με την ειδική
πλειοψηφία και την αύξηση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Θεσπίστηκε
μια νέα διαδικασία σύμφωνης γνώμης που προέβλεπε την απόλυτη πλειοψηφία των μελών
του για την αποδοχή νέων μελών στην Κοινότητα αλλά και για τη σύναψη συμφωνιών
σύνδεσης μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών. Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία
(ΕΠΣ) απέκτησε νομική βάση. Αντικείμενό τους ήταν η διατύπωση και η εφαρμογή μιας
ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας στο πεδίο
της εξωτερικής πολιτικής.
Αναγνωρίστηκαν νομικά οι συναντήσεις των 12 αρχηγών κρατών στο πλαίσιο του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Επεκτάθηκαν οι δυνατότητες του ∆ικαστηρίου.
Αυξήθηκε ο αριθμός των μη συνδεδεμένων με τα τέσσερα κύρια όργανα δράσης που
συμμετέχουν στη διαδικασία διαμόρφωσης των πολιτικών και στη λήψη αποφάσεων. Από
τους σημαντικότερους συμμετέχοντες είναι οι αρχηγοί των κρατών οι οποίοι
αναλαμβάνουν σημαντικές αρμοδιότητες καθορισμού των προγραμμάτων πολιτικής με
αποτέλεσμα τη μείωση και των δυνατοτήτων ελιγμών του Συμβουλίου Υπουργών και της
Επιτροπής. Οι διαδικασίες για την συγκρότηση των πολιτικών έγιναν πιο αποτελεσματικές
επειδή αυξήθηκε ο αριθμός των αποφάσεων του Συμβουλίου που λαμβάνονται με ειδική
πλειοψηφία με αποτέλεσμα να μην καθυστερεί η λήψη αποφάσεων.
Για να αντιμετωπιστεί το δημοκρατικό έλλειμμα ενισχύθηκε η επιρροή του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου με τη θέσπιση μιας νομοθετικής διαδικασίας δύο σταδίων.
Στον τομέα της άμυνας το κεντρικό θέμα ήταν η αναθεώρηση της ∆ΕΕ για να γίνει
θεμέλιο της ευρωπαϊκής αμυντικής ταυτότητας. Τελικά τα θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας
ανατίθενται στο ΝΑΤΟ. Η επαναδραστηριοποίηση της ∆ΕΕ είχε ως στόχο την επίτευξη
μιας κοσμοαντίληψης εξ’ αιτίας της πίεσης των ειρηνιστικών κινημάτων και των
χειρισμών του προέδρου Ρήγκαν σε θέματα εξοπλισμών.
Η ΕΕΠ έδωσε μια νέα σημαντική ώθηση στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. α)
με την ενίσχυση της βάσης της συνθήκης για την ανάπτυξη δράσης στον τομέα της
πολιτικής, β) με την ενίσχυση του κοινοτικού θεσμικού συστήματος και γ) με την
ενίσχυση της ικανότητας του συμβουλίου Υπουργών να λαμβάνει αποφάσεις με ειδική
πλειοψηφία και με την αύξηση των νομοθετικών εξουσιών που αναγνωρίστηκαν στο
ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Οι αποφάσεις της ΕΕΠ
Στην ΕΕΠ συμφώνησαν να περιορίσουν την αρχή της ομοφωνίας ν’ αναγνωρίσουν την
ανάγκη για βοήθεια προς τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Να διασφαλίσουν την
κοινοτική αρμοδιότητα σε νέους τομείς. Να θεσμοθετηθεί συνεργασία σε θέματα
εξωτερικής πολιτικής. Να τροποποιηθούν οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες των κοινοτικών
θεσμών ενισχύοντας το κοινοβούλιο και την επιτροπή.
Οι αποφάσεις της ΕΕΠ σχετικά με την ΕΕΑ
Η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς, η οποία προσεγγίστηκε ως διαδικασία εξάλειψης
των εμπορικών και άλλων φραγμών στο εσωτερικό της Κοινότητας. Η ολοκλήρωσή της
θα γίνει το 1992. Η εξάλειψη αυτή θα οδηγούσε θεωρητικά σε μια πραγματικά ενιαία
αγορά, έτσι ώστε: Ένα προϊόν από μια χώρα της Κοινότητας να μπορεί να πουληθεί σε μια
άλλη χωρίς να επιβαρύνεται από δασμούς και άλλες επιβαρύνσεις που το διακρίνουν από
ένα εγχώριο προϊόν. Να κινούνται ελεύθερα οι εργαζόμενοι μέσα στην Κοινότητα και να
μπορούν να αναζητούν εργασία σε οποιαδήποτε από τις χώρες της. Να ολοκληρωθεί η
ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου μέσα στην Κοινότητα.
Κεντρικό στοιχείο της ΕΕΠ είναι η επέκταση της αρχής της ειδικής πλειοψηφίας για την
εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς. ∆ιατήρηση της ομοφωνίας προβλέπει στον τομέα
της φορολογικής εναρμόνισης.
Ένα σημαντικό εμπόδιο για την εφαρμογή της ΕΕΑ ήταν το οικονομικό χάσμα μεταξύ
πλουσιότερων και φτωχότερων κρατών της Κοινότητας. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η
διαφορά έπρεπε να ρυθμιστούν ζητήματα της ΚΑΠ και του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Την περίοδο του 1985 τα πλεονάσματα των γεωργικών προϊόντων εξακολούθησαν να
συσσωρεύονται με αποτέλεσμα η ΚΑΠ να απορροφά το 60% του προϋπολογισμού. Άρα η
επιτυχία της ΕΕΠ είχε άμεση σχέση με τον περιορισμό του κόστους της ΚΑΠ και την
αύξηση των πόρων του προϋπολογισμού. Αφορμή για την επιβολή από την Επιτροπή ενός
σχεδίου που έγινε γνωστό ως πακέτο Delors Ι, αποτέλεσε ένα έλλειμμα έξι
δισεκατομμυρίων ECU. Στο σχέδιο προτείνονταν δύο κατηγορίες μέτρων. Τα πρώτα
αποσκοπούσαν στον περιορισμό των υπερβάσεων και απέβλεπαν στη μείωση των
δαπανών της ΚΑΠ και τα δεύτερα αναφέρονταν στη χρηματοδότηση της οικονομικής
συνοχής. Στόχος του σχεδίου ήταν να συνδυάσει τη δημοσιονομική πειθαρχία με την
αύξηση των πόρων που ήταν αναγκαίοι για μια πολιτική που θα επαναδραστηριοποιούσε
και θα επιτάχυνε τους μηχανισμούς ολοκλήρωσης. Το σχέδιο Delors προκάλεσε
αντιδράσεις. Τελικά τα κράτη – μέλη συμφώνησαν για τη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ και τη
χρηματοδότηση της κοινότητας από τα πλουσιότερα κράτη του Βορρά.
Η δρομολόγηση της ενιαίας αγοράς ενίσχυσε τη δυναμική της οικονομικής και
Νομισματικής Ένωσης. Παρά τις αντιρρήσεις της Βρετανίας και τις επιφυλάξεις της
Γερμανίας, η λογική της δημιουργίας ενός ενιαίου νομισματικού συστήματος για την
απελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς συντέλεσε στην απόφαση των 12 για την εκπόνηση
του σχεδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Η ΟΝΕ αποτελούσε
παλαιό στόχο της κοινότητας. Ο στόχος της είχε διατυπωθεί για πρώτη φορά στη
συνάντηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Χάγη το 1969. Η γενική αναφορά στο στόχο
της Ένωσης υπάρχει και στο προοίμιο της ΕΕΠ. Οι συγκεκριμένες παράμετροι που
ορίζουν την οικονομική ένωση των χωρών της Κοινότητας αποκρυσταλλώθηκαν τρία
χρόνια αργότερα, το 1989, στην αναφορά για την ΟΝΕ της Επιτροπής με Πρόεδρο τον J.
Delors, η οποία έθεσε τις βάσεις για τη συμφωνία για την ΟΝΕ στο πλαίσιο της
∆ιακυβερνητικής ∆ιάσκεψης και τελικά της Συνθήκης για τη Ευρωπαϊκή Ένωση
(ΣΕΕ,1992). Πρόκειται για τη συνθήκη που έγινε ευρύτερα γνωστή ως Συνθήκη του.
2. Μάαστριχτ
Ένα από τα ζητήματα ήταν η περιγραφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Συνθήκη σχετικά με
τον τωρινό της χαρακτήρα και το στάδιο της εξελικτικής της διαδικασίας. Τα περισσότερα
κράτη ήθελαν να συμπεριληφθεί ο όρος «ομοσπονδιακός» στο οποίο όμως διαφωνούσε η
Βρετανία με την οποία συμφώνησαν και τα υπόλοιπα κράτη.
Έχει τέσσερις στόχους:
α) την προώθηση της κοινωνικής και οικονομικής προόδου,
β) την εφαρμογή μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής και μιας πολιτικής ασφάλειας
γ) τη συνεργασία σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων,
δ) τη δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής ιθαγένειας.
Η ευθύνη συντονισμού της ένωσης ανατίθεται στο Ευρωπαϊκό συμβούλιο.
Έθεσε τις κύριες παραμέτρους για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση:
σύγκλιση οικονομιών των κρατών-μελών,
σύγκλιση των κρατικών πολιτικών τους στο οικονομικό πεδίο,
νομισματική ένωση με την υιοθέτηση ενός κοινού νομίσματος, του ευρώ, και την
ίδρυση μιας κεντρικής νομισματικής αρχής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας.
Κατά συνέπεια, οι χώρες της Κοινότητας προχωρούν πέρα από την παγίωση της
εσωτερικής αγοράς στη δημιουργία μιας συνολικά ενοποιημένης οικονομίας
αναδιαμορφώνουν τις οργανωτικές διαστάσεις της Κοινότητας αλλά και ορισμένων άλλων
πεδίων πολιτικής των μεταξύ τους σχέσεων, βάσει ενός φιλόδοξου θεσμικού σχεδίου.
Τελικά η Συνθήκη του Μάαστριχτ αξιοποιώντας το ευνοϊκό κλίμα που είχε δημιουργήσει
η ΕΕΠ για τη διαδικασία της ολοκλήρωσης την προώθησε με δύο τρόπους:
α) ∆ημιούργησε ένα νέο οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα σύνθετο θεσμικό
οικοδόμημα το οποίο βασιζόταν σε τρεις πυλώνες : i) τις κοινοτικές διατάξεις και τις
διατάξεις για την ΟΝΕ ii) την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική Ασφάλειας, iii)
τη Συνεργασία στους τομείς της ∆ικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων. β)
Προώθησε τη θεσμική εμβάθυνση
Πρώτος πυλώνας: Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες
1. Αναθεωρήθηκαν οι συνθήκες ΕΟΚ, ΕΚΑΧ, ΕΚΑΕ και επεκτάθηκε και αναθεωρήθηκε
το κοινοτικό κεκτημένο των Κοινοτήτων. Η πιο σημαντική ήταν η αναθεώρηση της ΕΟΚ
σύμφωνα με την οποία ιδρύεται μια Ευρωπαϊκή Κοινότητα που ουσιαστικά πρόκειται για
μετονομασία της ΕΟΚ σε ΕΚ δημιουργώντας έτσι μια περίπλοκη κατάσταση στην οποία η
Ευρωπαϊκή Κοινότητα έγινε μέρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που έγιναν μέρος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η νέα συνθήκη ονομάστηκε Συνθήκη περί της ιδρύσεως της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΕΚ), η οποία υιοθέτησε δύο σημαντικές αρχές:
α) αρχή της επικουρικότητας: αναφερόταν στην σχέση και τη διάκριση του μεγαλύτερου
από το μικρότερο. Τοποθετεί τις κοινωνικές ομάδες σε ανταγωνιστική παραλληλία και
εντοπίζεται μια διαφορά ανάμεσα στο κράτος και στο άτομο. Τονίζει το ρόλο των κρατών
για την ανάληψη δράσης που ταιριάζει καλύτερα στο επίπεδο των κρατών και όχι το
υπερεθνικό. Με άλλα λόγια, δεν χρειάζονται Κοινοτικές πολιτικές για τα πάντα. Αυτό
σημαίνει ότι οι πολιτικές πρέπει να αποφασίζονται σε εθνικό επίπεδο ίσως σε
περιφερειακό ή τοπικό και τη σημαντική ενίσχυση των νομοθετικών εξουσιών του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η βρετανική στάση απέναντι σ’ αυτή την αρχή ήταν
επιφυλακτική καθώς θεωρούσε ότι η εθνική δράση και οι εθνικές πολιτικές θ’
αποτελέσουν τον κανόνα. Οι διαμάχες θα επιλύονταν μόνο από το κοινοτικό ∆ικαστήριο.
∆ιαφωνία θα μπορούσε να προκύψει μόνο όταν μια πλειοψηφία των κρατών επέμενε να
ληφθούν μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
β) την αρχή της ιθαγένειας: βάσει της οποίας πολίτης της Ένωσης είναι κάθε πρόσωπο που
έχει την υπηκοότητα ενός κράτους – μέλους. ∆ικαιώματα του πολίτη της Ένωσης είναι το
δικαίωμα εγκατάστασης και εργασίας σε οποιαδήποτε περιοχή των κρατών – μελών της
ένωσης και το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις εκλογές του ευρωπαϊκού
κοινοβουλίου και στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στο κράτος – μέλος της κατοικίας
τους. Η έννοια αυτή έχει κυρίως συμβολική σημασία, καθώς υπογραμμίζει το γεγονός ότι
οι πολίτες ανήκουν, πέρα από τις εθνικές- κρατικές κοινότητες και σε μια ευρωπαϊκή
κοινότητα. Πολλοί θεωρούν επίσης ότι δημιουργεί στους πολίτες της Ευρώπης μια
αίσθηση μεγαλύτερης εγγύτητας των θεσμών.
2. α) Ενισχύεται ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία λήψης
αποφάσεων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμμετέχει ενεργά στη λήψη αποφάσεων είτε
προτείνοντας τροποποιήσεις είτε απορρίπτοντας εξ’ ολοκλήρου μια νομοθετική πρόταση,
οπότε το Σ.Υ. μπορεί να την υιοθετήσει μόνο με ομοφωνία. («διαδικασία συνεργασίας»)
Αφού ακολουθηθεί η «διαδικασία συνεργασίας», να «μπλοκάρει» με απόλυτη
πλειοψηφία, μια νομοθετική πρόταση για την οποία εξακολουθεί να είναι αδύνατη μια
συμφωνία με το Σ.Υ. («διαδικασία συναπόφασης»), με την οποία αναγνωρίστηκε η
εξουσία άσκησης βέτο. Η διαδικασία της συναπόφασης επέκτεινε τη διαδικασία
συνεργασίας που είχε θεσπίσει η ΕΕΠ προβλέποντας τη σύγκλιση μιας επιτροπής
συνδιαλλαγής και την τρίτη ανάγνωση της προτεινόμενης πράξης από το Συμβούλιο και το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η διαδικασία συναπόφασης σε αντίθεση με τη διαδικασία
συνεργασίας παρείχε τη δυνατότητα στο Συμβούλιο να αγνοήσει τις εκπεφρασμένες
απόψεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δίνοντας για πρώτη φορά τη δυνατότητα στο
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ασκήσει βέτο κατά των νομοθετικών προτάσεων που δεν
δεχόταν. Αναθεωρήθηκαν οι τομείς πολιτικής και ορισμένοι που υπάγονταν στη
διαδικασία συνεργασίας μεταφέρθηκαν στη διαδικασία συναπόφασης ενώ τομείς
πολιτικής που υπάγονταν στη διαδικασία διαβούλευσης μεταφέρθηκαν στη διαδικασία
συνεργασίας.
2 β) Ενισχύονται οι εξουσίες του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Απαιτείται η έγκριση του
Κοινοβουλίου για το διορισμό της επιτροπής δίνοντας ένα κυβερνητικό κύρος στην
Επιτροπή και οδηγεί το κοινοβούλιο πιο κοντά στο εθνικό κοινοβούλιο. Γίνεται μια
περαιτέρω αλλαγή στη νομοθετική διαδικασία. Σε ορισμένα θέματα το κοινοβούλιο έχει
ίδια θέματα με το συμβούλιο και απαιτείται συμφωνία και των δύο για τη νομοθεσία. Το
κοινοβούλιο ανάλογα με το θέμα που εξετάζεται είτε απλώς πληροφορείται είτε ζητείται
επίσημα η συμβουλή του είτε μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις χωρίς να έχει τον
τελευταίο λόγο είτε συμμετέχει ισότιμα στη διαδικασία είτε η συγκατάθεσή του είναι
απαραίτητη και έχει δικαίωμα βέτο. (Henig, σ.94 - 95) Ενισχύονται έτσι τα στοιχεία
δημοκρατικού ελέγχου στο πολιτικό σύστημα της Κοινότητας και μειώνεται αντίστοιχα το
λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα», η έλλειψη δηλαδή θεσμών δημοκρατικού ελέγχου στο
επίπεδο της Κοινότητας. Ενισχύεται ο ρόλος της ειδικής πλειοψηφίας. Επεκτάθηκε το
πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας σύμφωνης γνώμης με βάση την οποία η έγκριση του
ευρωπαϊκού κοινοβουλίου είναι απαραίτητη για ορισμένες δράσεις της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας. Η διάρκεια θητείας των επιτροπών παρατείνεται σε πέντε χρόνια ώστε να
συμπίπτει με τη θητεία του εκάστοτε κοινοβουλίου. Ο διορισμός του Προέδρου της
Επιτροπής εγκρίνεται από το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο πρόεδρος και τα μέλη της
Επιτροπής υπόκεινται σε ψήφο έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το ελεγκτικό
Συνέδριο ορίζεται σε κύριο όργανο της κοινότητας, το οποίο ασκεί τον έλεγχο της των
λογαριασμών εσόδων και εξόδων της κοινότητας.
3. Θεσπίστηκε επιτροπή περιφερειών που παρέχει συμβουλές στο Συμβούλιο και στην
Επιτροπή σε θέματα ιδιαίτερης σημασίας και περιφέρειας. Τα μέλη της Επιτροπής είναι
εκπρόσωποι περιφερειακών και τοπικών αρχών. Έχει συμβουλευτικό ρόλο και αποσκοπεί
στην αντιπροσώπευση των «περιφερειών και τοπικών σωμάτων» αυτοδιοίκησης από τα
κράτη- μέλη. και με αυτή την έννοια δεν μπορεί να θεωρηθεί ισχυρός θεσμός.
4. Νέοι τομείς πολιτικής όπως η προστασία του περιβάλλοντος, που μέχρι την ΕΕΠ
βρίσκονταν εκτός της δικαιοδοσίας των Ε.Κ., τίθενται υπό το Κοινοτικό καθεστώς με τη
δημιουργία αντίστοιχων ρυθμίσεων. ∆ιευρύνθηκαν τομείς πολιτικής που είχαν οριστεί
στις Συνθήκες μέσω της ΕΕΠ. Αυτό ίσχυε για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη,
το περιβάλλον και την οικονομική και κοινωνική συνοχή. Για την ενίσχυση της
οικονομικής και κοινωνικής συνοχής ιδρύθηκε το Ταμείο Συνοχής για τη χρηματοδότηση
σε σχέδια περιβάλλοντος και διευρωπαϊκών δικτύων στον τομέα της υποδομής των
μεταφορών. Άλλη πολιτική είναι η κοινή γεωργική πολιτική. Λήφθηκαν αρκετά μέτρα για
να τεθούν υπό έλεγχο ορισμένες από τις πτυχές των προβλημάτων. Πέρα από τις
οικονομικές πολιτικές η ΕΕ κινήθηκε και σε άλλους τομείς πολιτικής όπως την κοινή
εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, καθώς και τις πολιτικές στον τομέα της
∆ικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.
5. Προώθησε τη θεσμική εμβάθυνση κυρίως με τη θέσπιση μιας διαδικασίας και ενός
χρονοδιαγράμματος για τη μετάβαση στην Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση και το
ενιαίο νόμισμα. Τα κράτη – μέλη έπρεπε να θεωρούν τις οικονομικές πολιτικές τους θέμα
κοινού ενδιαφέροντος και να τις συντονίζουν στους κόλπους του Συμβουλίου.
Καθοριζόταν ότι η ΟΝΕ επρόκειτο να ολοκληρωθεί σε τρία στάδια. Καθορίστηκαν οι
προϋποθέσεις που έπρεπε να πληρούν οι χώρες προκειμένου να συμμετάσχουν στο
σύστημα του ενιαίου νομίσματος. Πριν το 1994 κάθε χώρα κράτος – μέλος θα πρέπει να
υιοθετήσει την ελεύθερη διακύμανση κεφαλαίου και την πλήρη απελευθέρωση των
κεφαλαιουχικών συναλλαγών και πληρωμών. Να ξεκινήσει η διαδικασία
ανεξαρτητοποίησης της Κεντρικής Τράπεζας. Να υιοθετήσει τα αναγκαία προγράμματα
προς σύγκλιση της οικονομίας. Από το 1994 μπαίνουμε στο δεύτερο στάδιο στης ΟΝΕ.
∆ημιουργείται το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο το οποίο θα αναπτύξει τη
συνεργασία μεταξύ των κεντρικών τραπεζών των χωρών – μελών και θα συντονίζει την
άσκηση νομισματικής πολιτικής ώστε να επιτευχθεί πλήρης σταθερότητα των τιμών. Οι
χώρες μέλη υποχρεούνται να ολοκληρώσουν τα οικονομικά προγράμματα σύγκλισης των
οικονομιών τους. Για την είσοδο μιας χώρας – μέλους στην ΟΝΕ καθορίζονται οικονομικά
κριτήρια που σχετίζονται με την σταθερότητα των τιμών, το δημόσιο χρέος την
σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τα επιτόκια. Η σημασία των κριτηρίων
είναι μεγάλη καθώς το κριτήριο του πληθωρισμού είναι απαραίτητο για την αποφυγή
αυξημένης συνολικής ζήτησης και επακόλουθων πληθωριστικών πιέσεων και για την
αποφυγή μη υγιών ευθυγραμμίσεων των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η
υιοθέτηση δημοσιονομικών κανόνων βοηθά στη μείωση του δημοσίου χρέους και των
δανειακών αναγκών για τι διαφορετικά μια χώρα – μέλος θα κινδύνευε με χρεοκοπία που
θα οδηγούσε στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και άλλων ιδρυμάτων. Οι
προϋποθέσεις σχεδιάστηκαν ώστε να διασφαλίζεται ότι η ζώνη του ενιαίου νομίσματος θα
βασιζόταν σε γερά οικονομικά και νομισματικά θεμέλια και οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση
του Συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης, το οποίο αποτελεί πλαίσιο για τις
οικονομικές και νομισματικές πολιτικές και διασφαλίζει ότι η σταθερότητα δεν απειλείται
από εθνική αστάθεια ή ανεύθυνες πολιτικές. Έτσι δημιουργήθηκε η δυνατότητα
δρομολόγησης του συστήματος του ενιαίου νομίσματος από το 1997 αλλά το σύστημα
τέθηκε τελικά σε ισχύ το 1999. Μέχρι το 1996 θα συνταχθεί από την επιτροπή και το
ευρωπαϊκό νομισματικό ινστιτούτο έκθεση αξιολόγησης της πορείας της οικονομίας κάθε
χώρας – μέλους για την ένταξή της ή όχι στην ΟΝΕ. Το Συμβούλιο στη συνέχεια εκτιμά
κατά πόσο ένα κράτος – μέλος πληροί τις προϋποθέσεις για την υιοθέτηση ενιαίου
νομίσματος. Το Ηνωμένο βασίλειο απαλλάχτηκε από το τρίτο στάδιο της οικονομικής και
νομισματικής ένωσης. Έγινε σαφές ότι υπήρχε ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της
βρετανικής κυβέρνησης και των υπολοίπων. Έτσι δημιουργείται μια Ευρώπη δύο
ταχυτήτων.
Τομέας πολιτικής που προκάλεσε προβλήματα ήταν η κοινωνική πολιτική. Αν και τα 11
κράτη – μέλη επιθυμούσαν να αξιοποιήσουν και να κατοχυρώσουν τον Κοινωνικό Χάρτη
ο οποίος είχε εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η κυβέρνηση της Βρετανίας δεν
επιθυμούσε επέκταση των υφιστάμενων αρμοδιοτήτων της Κοινότητας στον τομέα αυτό.
Η σύνοδος Κορυφής έφτασε σε σημείο διάλυσης αλλά τελικά το αδιέξοδο
αντιμετωπίστηκε με την υπογραφή ξεχωριστού πρωτοκόλλου από τα 11 κράτη – μέλη της
Κοινότητας.
∆εύτερος Πυλώνας: Κοινή Εξωτερική πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας
Ο δεύτερος πυλώνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και
Πολιτική Ασφάλειας. Με την ΕΕΠ (1986), η ΕΠΣ εντάχθηκε στο θεσμικό σύστημα της
Κοινότητας (με άλλα λόγια ένας συνδεόμενος θεσμός έγινε Κοινοτικός) Με τη ΣΕΕ
(1992), ήρθε η σειρά της ∆ΕΕ να προχωρήσει στην κατεύθυνση της ένταξης στο θεσμικό
σύστημα της Ε.Ε. ∆ιαπιστώθηκαν όμως σημαντικές διαφορές απόψεων μέσα στην
Κοινότητα, ανάμεσα σε αυτούς που ήθελαν να γίνει η ∆ΕΕ ο αμυντικός βραχίονας της
Ένωσης και σε αυτούς που επέμεναν στη διατήρηση του κυρίαρχου ρόλους του ΝΑΤΟ για
την άμυνα της Ε.Ε. Έτσι ως αποτέλεσμα συμβιβασμού αυτών των διαφορετικών απόψεων,
η ∆ΕΕ εντάχθηκε στην ΚΕΠΠΑ, αλλά διατήρησε μια ουσιαστική αυτονομία από την
Κοινότητα και υπάγεται τόσο στην Ε.Ε. όσο και στο ΝΑΤΟ. Κατά συνέπεια, για να
δραστηριοποιηθεί η ∆ΕΕ απαιτείται συμφωνία των χωρών της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ.
Σχηματίστηκε λοιπόν με τη ΣΕΕ η ΚΕΠΠΑ ως δεύτερος πυλώνας της Ε.Ε. Η ΕΠΣ
απορροφήθηκε πλήρως από την ΚΕΠΠΑ και σταμάτησε να έχει λόγο ύπαρξης.
Η εξέλιξη στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις
κοσμοϊστορικές αλλαγές στη διεθνή πολιτική (κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ,
διάλυση της ΕΣΣ∆, τέλος της διπολικής αντιπαράθεσης). Η χαλάρωση του διπολισμού
έδωσε την ευκαιρία στη δυτική Ευρώπη να κάνει κάποιες απόπειρες προς την κατεύθυνση
μιας περισσότερο ενιαίας και αυτόνομης παρουσίας στη διεθνή πολιτική. Η ΕΕΠ όριζε ότι
τα κράτη-μέλη προσπαθούν να διατυπώνουν και να εφαρμόζουν από κοινού μια
ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική. Η ΣΣΕ όρισε ότι η ΕΕ και τα κράτη – μέλη της
καθορίζουν και εφαρμόζουν μια Κοινή Εξωτερική πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας
(ΚΕΠΠΑ). Οι στόχοι της ΚΕΠΠΑ προσδιορίζονταν με γενικούς όρους ενώ ο ειδικότερος
καθορισμός και η επεξεργασία των αρχών και των γενικών κατευθυντήριων γραμμών
ανατέθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Σκοπός της ΚΕΠΠΑ: διαφύλαξη κοινών αξιών, ενίσχυση της ασφάλειας της ένωσης και
των κρατών – μελών, διατήρηση της ειρήνης και ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας,
ανάπτυξη και εδραίωση της δημοκρατίας και του κράτους – δικαίου.
Τρόποι για την επίτευξη στόχων της ΚΕΠΠΑ: Συστηματική συνεργασία μεταξύ των
κρατών – μελών σε όλα τα θέματα Εξωτερικής πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας. Όποτε
κρινόταν αναγκαίο το Συμβούλιο έπρεπε να καθορίζει κοινές θέσεις σύμφωνα με τις
οποίες τα κράτη – μέλη έπρεπε να διασφαλίζουν ότι οι εθνικές πολιτικές τους
συμμορφώνονται. Κατά τη λήψη απόφασης καθοριζόταν ότι οι αποφάσεις εφαρμογής θα
λαμβάνονταν με ειδική πλειοψηφία. Η ∆υτικοευρωπαϊκή Ένωση επρόκειτο να μεριμνά για
την εκπόνηση και την εφαρμογή των αποφάσεων και των δράσεων της Ένωσης που έχουν
συνέπειες στην άμυνα. Έτσι εντάχθηκε η Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία στο ευρύτερο
πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας. Η σημασία του
Πυλώνα βρίσκεται στην εισαγωγή δύο νέων σημαντικών στοιχείων στη διαδικασία
ολοκλήρωσης της ∆υτικής Ευρώπης. α) στη δυνατότητα λήψης ορισμένων σχετικών
αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία ακόμα και σε θέματα μικρότερης αξίας και β) στην
ένταξη της άμυνας στο πρόγραμμα πολιτικής.
Τρίτος Πυλώνας: Συνεργασία στους τομείς δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων
Θεωρούνται θέματα κοινού ενδιαφέροντος η πολιτική του ασύλου, η μεταναστευτική
πολιτική και τα δικαιώματα διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών, η καταπολέμηση των
ναρκωτικών και της διεθνούς απάτης, η δικαστική συνεργασία σε αστικές και ποινικές
υποθέσεις, η τελωνιακή και αστυνομική συνεργασία. Τα μέτρα που θα λαμβάνονται σε
σχέση μ’ αυτά τα θέματα έπρεπε να συμφωνούν με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης των ∆ικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στους τομείς ενδιαφέροντος μπορούσε να
προβαίνει το Συμβούλιο υιοθετώντας κοινές θέσεις και προωθώντας κάθε ενδεδειγμένη
μορφή συνεργασίας με τις σχετικές αποφάσεις να λαμβάνονται ομόφωνα. Για τη
διευκόλυνση συνεργασίας η Συνθήκη υποχρέωνε τα κράτη – μέλη να θεσπίσουν
μηχανισμούς συντονισμού μεταξύ των σχετικών υπηρεσιών των διοικήσεών τους, οι
οποίοι υπάγονταν σε πολιτικό επίπεδο στην εποπτεία του Συμβουλίου Υπουργών και σε
διοικητικό επίπεδο στην εποπτεία της Συντονιστικής επιτροπής. Η σημασία του πυλώνα
στην ευρύτερη συμβολή του στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης:
δημιουργήθηκε νομική βάση για τη συνεργασία σε διάφορους τομείς δραστηριότητας που
παλιότερα αντιμετωπίζονταν σε εθνική βάση είτε αποτελούσαν αντικείμενο μιας άτυπης
συνεργασίας. Εμφανίστηκε το υπερεθνικό στοιχείο λόγω της δυνατότητας λήψης
αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία σε ορισμένους τομείς υλοποίησης πολιτικών.
3. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ
Η συνθήκη του Άμστερνταμ υπογράφηκε στις 2 Οκτωβρίου του 1997. Είχαν προηγηθεί
δύο χρόνια δύσκολων διαπραγματεύσεων μεταξύ των κρατών μελών. Το αντικείμενό τους
αφορούσε την επίτευξη συμφωνιών για την πραγματοποίηση των απαραίτητων αλλαγών
που θα επέτρεπαν την αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων. Άλλα θέματα ήταν η
σύνθεση της Επιτροπής και η στάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο.
Οι τροποποιήσεις της συνθήκης του Μάαστριχτ
α) Προστασία των ατομικών δικαιωμάτων μέσω της θέσπισης ενός συστήματος
απαγόρευσης των διακρίσεων και ενίσχυσης των αρχών της ισότητας. Στις περιπτώσεις
που ορισμένα κράτη μέλη παραβιάζουν αυτές τις αρχές θεσπίζεται σαφής μηχανισμός
επιβολής κυρώσεων ο οποίος προβλέπει μέχρι και την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων
του κράτους μέλος, εφόσον το τελευταίο προβαίνει σε σοβαρή και διαρκή παραβίασή των
ευρωπαϊκών κανόνων.
β) Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων στο εσωτερικό της ΕΕ και υιοθέτηση ρυθμίσεων
σχετικών με τη χορήγηση πολιτικού ασύλου, κανόνων διέλευσης των εξωτερικών
συνόρων, μεταναστευτικής πολιτικής, συνεργασίας των δικαστικών αρχών
γ) θέσπιση και ενδυνάμωση πολιτικών που αφορούν την ποιότητα ζωής του ευρωπαίου
πολίτη.
δ) δημιουργία ρυθμίσεων με στόχο έχουν την ενίσχυση του δημοκρατικού χαρακτήρα των
ευρωπαϊκών θεσμών αλλά και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων (επικουρικότητα,
διαφάνεια, ποιότητα της κοινοτικής νομοθεσίας)
ε) συμφωνία γύρω από μια σειρά τροποποιήσεων οι οποίες ενισχύουν τη συνοχή, την
αποτελεσματικότητα και τη διαφάνεια της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής
Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).
στ) Αναδιοργάνωση της θέσης των θεσμικών οργάνων και αναβάθμιση του ρόλου του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αυτό έγινε με την απλοποίηση και την επέκταση της
διαδικασίας συναπόφασης και με την ανάδειξη του Κοινοβουλίου ως ισότιμου θεσμού στο
ζήτημα του διορισμού του προέδρου της Επιτροπής.
ζ) Αποδοχή ενός συνόλου ρυθμίσεων που αποσκοπούν στην ανάπτυξη στενότερων και πιο
ευέλικτων μορφών συνεργασίας για όσα κράτη το επιθυμούν.
Τα αποτελέσματα της ∆ιακυβερνητικής ∆ιάσκεψης, η Συνθήκη του Άμστερνταμ,
καταδεικνύουν τελικά τον μεταβατικό χαρακτήρα της.
Ορισμένα στοιχεία προωθούν την περαιτέρω εμβάθυνση:
Η περαιτέρω ενίσχυση του Ευρ. Κ. μέσω της ενίσχυσης της «διαδικασίας
συναπόφασης» την οποία όπως γνωρίζουμε, εισήγαγε η Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Η ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Επιτροπής και
Η περαιτέρω θέσπιση της ΚΕΠΠΑ ως «κανονικού» τομέα δράσης της Ε.Ε.
υποδεικνύουν ότι η ομοσπονδιακή όψη της Ένωσης παραμένει δυνητικά
σημαντική.
Το Άμστερνταμ ενισχύει λοιπόν σε ένα βαθμό το Κοινοβούλιο και την Επιτροπή,
κατεξοχήν υπερεθνικούς θεσμούς της Ένωσης.
Η Συνθήκη του Άμστερνταμ ενισχύει σημαντικά το ρόλο του προέδρου της Επιτροπής και
του προσδίδει νέες πολιτικές και συμβολικές εξουσίες, σηματοδοτώντας την απομάκρυνση
από ένα κυρίαρχα τεχνοκρατικό πρότυπο. Η τοποθέτηση των Επιτρόπων γίνεται πλέον με
«κοινή συμφωνία» κυβερνήσεων και προέδρου, η τοποθέτηση του προέδρου προϋποθέτει
ξεχωριστή έγκριση του Ευρ. Κ. και στο συμβολικό επίπεδο, στον πρόεδρο αναγνωρίζεται
ρητά ο ρόλος της «πολιτικής καθοδήγησης της Επιτροπής».
Επίσης το Άμστερνταμ προσδίδει κάποια υπερεθνικά στοιχεία στην κυρίαρχη
διακυβερνητική ΚΕΠΠΑ. ∆ιατηρεί βέβαια τη δομή της Ένωσης με τους τρεις πυλώνες και
συνεπώς δεν αλλάζει το βασικό χαρακτήρα της ΚΕΠΠΑ ως δεύτερου πυλώνα. Με τη νέα
Συνθήκη όμως, η εξωτερική και αμυντική πολιτική της Ένωσης αποκτά για πρώτη φορά
έναν εκπρόσωπο, ένα θεσμό που θυμίζει Υπουργείο Εξωτερικών.
στόσο όπως αναφέραμε πιο πάνω, η νέα Συνθήκη έχει αμφίρροπο χαρακτήρα. Έτσι
κάποια άλλα στοιχεία της υποδεικνύουν την εμμονή κάποιων διακυβερνητικών όψεων:
Η θεσμοθέτηση της επίκλησης του «ζωτικού εθνικού συμφέροντος» για τη χρήση
του βέτο σε ορισμένες περιπτώσεις
Η αδυναμία περαιτέρω επέκτασης της αρχής της ειδικής πλειοψηφίας
Η έννοια της «ενισχυμένης συνεργασίας» στην εξέλιξη της ενοποίησης
Η τελευταία αυτή έννοια έχει ιδιαίτερη σημασία. Πιο συγκεκριμένα, η Συνθήκη
αναφέρεται στη δυνατότητα «ενισχυμένης συνεργασίας» μεταξύ της πλειοψηφίας των
κρατών- μελών σε επιμέρους πεδία πολιτικών. Ουσιαστικά πρόκειται για το παλαιότερο
αίτημα «ευελιξίας» (flexibility) στην ανάπτυξη μορφών στενότερης συνεργασίας μεταξύ
ορισμένων μελών (και εξ’ αυτού εκφράζονται φόβοι για Ευρώπη των δύο ή τριών
ταχυτήτων κτλ). Το αποτέλεσμα της γενικότερης διχογνωμίας για τα ζητήματα της
«ενισχυμένης συνεργασίας» ήταν να μην εφαρμοστεί η σχετική ρήτρα με την έναρξη
ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ (τον Μάιο του 1999).
Στόχοι της συνθήκης του Άμστερνταμ:
α) ανάδειξη του προβλήματος της απασχόλησης και της ανεργίας ως ενός από τα
κεντρικότερα ζητήματα της εποχής,
β) εξάλειψη όσων προσκομμάτων είχαν απομείνει στην ελεύθερη διακίνηση των ατόμων
και στην ενδυνάμωση της ασφάλειας μέσω της συνεργασίας των κρατών μελών στα
θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων
γ) ενίσχυση του ρόλου της ΕΕ στο παγκόσμιο γίγνεσθαι μέσω της ανάληψης εκπόνησης
κοινών στρατηγικών και κατευθύνσεων από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
δ) σχηματισμό μιας πιο αποτελεσματικής θεσμικής δομής ενόψει της πέμπτης διεύρυνσης.
4. Η Συνθήκη της Νίκαιας
Η σύγκληση του Ευρωπαϊκού συμβουλίου της Νίκαιας (8- 10 ∆εκεμβρίου) θα οδηγήσει
στην υιοθέτηση πολλών αποφάσεων και τροποποιήσεων. Οι πιο σημαντικές αφορούν τα
εξής θέματα:
α) Λειτουργία Οργάνων
Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο: αποφασίστηκε η ανακατανομή των εδρών στην προοπτική της
δημιουργίας μιας ΕΕ των 27 μελών. Το αποτέλεσμα είναι ο αριθμός των εδρών των ήδη
μελών να μειώνεται από 626 σε 535 έδρες, όπου μόνο η Γερμανία και το Λουξεμβούργο
διατηρούν τον ίδιο αριθμό εδρών.
Συμβούλιο: τροποποίηση του συστήματος λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία. Έτσι,
από εδώ και πέρα θα θεωρείται πως έχει επιτευχθεί η ειδική πλειοψηφία όταν συντρέχουν
δύο προϋποθέσεις: ι) συγκεντρώνεται το μίνιμουμ όριο της ειδικής πλειοψηφίας και ιι)
συγκεντρώνεται η ψήφος των πλειοψηφίας των κρατών μελών. Ταυτόχρονα
τροποποιήθηκε ο αριθμός των ψήφων που αναλογούν σε κάθε κράτος- μέλος με τα 5
μεγαλύτερα κράτη να διαθέτουν στην ΕΕ15 το 60% των ψήφων.
Τέλος, προβλέπεται η δυνατότητα για ένα μέλος να ζητήσει να εξακριβωθεί πως τα μέλη
που συγκροτούν την ειδική πλειοψηφία αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 62% του
ευρωπαϊκού πληθυσμού
Επιτροπή: προβλέπεται πως από το έτος 2005 θα αντιστοιχεί ένας υπήκοος ανά κράτος
μέλος, πράγμα που σημαίνει πως τα μεγαλύτερα κράτη- μέλη περιορίζονται από δύο σε
ένα επίτροπο. Αναγνωρίζεται ως ανώτερος αριθμός τα 27 μέλη.
∆ιορισμός των μελών της Επιτροπής:
πρώτο στάδιο το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία ορίζει τον Πρόεδρο τον οποίο θα πρέπει
να εγκρίνει και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
δεύτερο στάδιο το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία και ύστερα από συνεννόηση με τον
Πρόεδρο εγκρίνει τον κατάλογο των μελών της Επιτροπής ενώ απαιτείται και η σύμφωνη
γνώμη του Ευρωκοινοβουλίου.
β) Επέκταση της ψήφου με ειδική πλειοψηφία: ο τρόπος λήψης αποφάσεων από την
ομοφωνία περνά στην ειδική πλειοψηφία
γ) Ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ κρατών- μελών
Στο εξής ο ελάχιστος αριθμός των κρατών τα οποία μπορούν να συνάψουν ενισχυμένη
συνεργασία είναι τα οκτώ μέλη, ενώ μέχρι τη Νίκαια χρειαζόταν η πλειοψηφία των
κρατών μελών. Επίσης καταργήθηκε και η δυνατότητα άσκησης βέτο για την εφαρμογή
μιας τέτοιας συνθήκης. Υπάρχει όμως η δυνατότητα προσφυγής στο Συμβούλιο το οποίο
μπορεί να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία. Αν ο τομέας της ενισχυμένης συνεργασίας
υπάγεται στο πεδίο της συναπόφασης τότε χρειάζεται και η σύμφωνη γνώμη του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η νέα ∆ιακυβερνητική που επεξεργάστηκε τις αλλαγές στη Συνθήκη του Άμστερνταμ – η
οποία όπως είπαμε είχε έναν αρκετά «προσωρινό» χαρακτήρα- κατέληξε σε μια Συνθήκη
που τελικά υπογράφτηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2001 στο Συμβούλιο της Νίκαιας. στόσο,
η Συνθήκη της Νίκαιας- το νέο θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης- δεν αποτέλεσε τελικά ένα
κείμενο που να μοιάζει λιγότερο προσωρινό από αυτό του Άμστερνταμ.
Ακριβέστερα, η νέα Συνθήκη έδωσε κάποιες λύσεις σε επιμέρους τεχνικά ζητήματα που
αφορούσαν κυρίως την προσαρμογή της Ένωσης ενόψει της διεύρυνσης της με νέα μέλη,
άφησε και πάλι όμως αναπάντητα τα μεγάλα, συνταγματικής υφής, ερωτήματα που
αφορούν το πολιτικό σύστημα της Ευρώπης. Κυριάρχησε το ζήτημα της διεύρυνσης. Τι
νέο λοιπόν έφερε η Συνθήκη της Νίκαιας;
Με δεδομένη την αναμενόμενη αύξηση του αριθμού των κρατών-μελών, ορίζεται
ότι από το 2005 η Ευρωπαϊκή Ένωση θα απαρτίζεται από έναν Επίτροπο από κάθε
κράτος- μέλος (άρα οι μεγάλες χώρες χάνουν το δικαίωμα αποστολής δύο
Επιτρόπων).
Αυξάνεται ο αριθμός των περιπτώσεων στις οποίες εφαρμόζεται η αρχή της ειδικής
πλειοψηφίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, παραμένουν όμως «εκτός» αρκετά
κρίσιμα πεδία (κοινωνική πολιτική, φορολογία κτλ)
Με στόχο την εξομάλυνση της πορείας προς τη διεύρυνση (που τελικά θα οδηγήσει
σε μια Ένωση 27 μελών), αποφασίστηκε η τροποποίηση γενικότερα του
συστήματος λήψης αποφάσεων.
Είδαμε ότι η «ενισχυμένη συνεργασία» την οποία εισήγαγε το Άμστερνταμ
παρέμενε μετέωρη. Με τη Νίκαια ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις μετάβασης σε
«ενισχυμένες συνεργασίες» και επεκτείνεται η δυνατότητα εφαρμογής της «
ενισχυμένης συνεργασίας» και στο επίπεδο της ΚΕΠΠΑ, με την προϋπόθεση ότι η
συνεργασία αυτή δεν αφορά «θέματα που έχουν στρατιωτικές συνέπειες ή θέματα
άμυνας».
Εκτός του πλαισίου της Συνθήκης της Νίκαιας και χωρίς να έχει δεσμευτική ισχύ για τα
κράτη- μέλη υιοθετήθηκε και ο Χάρτης Θεμελιωδών ∆ικαιωμάτων. Ο Χάρτης αποτελεί
μια νομικά ανίσχυρη αλλά συμβολικά μεγάλης σημασίας εξέλιξη, η οποία υπογραμμίζει
την αποδοχή από τα μέλη της Ένωσης μίας σειράς κοινών πολικών αξιών (ανθρώπινη
αξιοπρέπεια, ατομικές ελευθερίες, ισότητα, αλληλεγγύη, ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης).
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα της ενσωμάτωσης του Χάρτη στη Συνθήκη θα συζητηθεί και
πάλι στη ∆ιακυβερνητική του 2004 (που έγινε στην Αθήνα).

ΕΠΟ_33_ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
Η ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ Ι∆ΕΑΣ
Η αφετηρία της ευρωπαϊκής ιδέας έχει τη βάση της στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
ως φαινόμενο αναφερόμενο στην ευρωπαϊκή οργάνωση έχει την αφετηρία της στον ο
14 αιώνα, όπου προτείνεται η συγκρότηση μιας χριστιανικής ομοσπονδίας μοναρχιών
απαλλαγμένης από την εξουσία του Πάπα ή του αυτοκράτορα.
Οι διακρατικές συνεργασίες παρουσίαζαν ιδιαιτερότητες. Από τη μια πλευρά τα
έθνη-κράτη στην Ευρωπαϊκή ήπειρο ενδυνάμωναν, από την άλλη παρουσίαζαν αδυναμίες
χάραξης αυτόνομης εθνικής στρατηγικής. Οι κάτοικοι της Ευρώπης συνειδητοποίησαν ότι
ένας σημαντικός παράγοντας για τον πόλεμο ήταν η ιδέα της εθνικισμού, γι’ αυτό και την
απαξίωσαν ενώ όλοι σκέφτονταν τη δημιουργία μιας ενωμένης Ευρώπης. Η ιδέα της
ευρωπαϊκής ένωσης δεν πρωτοεμφανίζεται μετά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αφετηρία
της ευρωπαϊκής ιδέας έχει τη βάση της στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Όλα τα σχέδια που προτάθηκαν από τον 17ο αιώνα ως τον 19ο είχαν σκοπό τη
διασφάλιση ειρήνης μέσω της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κάθε φορά στηριζόταν στη
συγκρότηση ενός ισχυρού κράτους. Tο Μέγα Σχέδιο έχει τη βάση του στην οικοδόμηση
της γερμανικής αυτοκρατορίας. Στο θεσμό της διαιτησίας βασίζεται το έργο του Cruce. Το
σχέδιο του Penn είχε ως βάση μια ένωση των κρατών στην οποία θα συμμετείχαν με
διαφορετικό αριθμό αντιπροσώπων ανάλογο με τη δημογραφική και οικονομική τους
βαρύτητα. Η ευρωπαϊκή ιδέα προβάλλεται στο έργο του αββά Saint-Pierre, το οποίο
συνδέει τη συμμαχία των Ευρωπαίων ηγεμόνων με τη θεσμοποίηση της ειρήνης και την
ακώλυτη συνεχή ροή των εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ των εθνών.
Η γαλλική επανάσταση επιβεβαίωσε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών και
διακήρυξε την αρχή των εθνοτήτων. Η αύξηση της γαλλικής δύναμης κατέδειξε τους
κινδύνους που συνεπαγόταν για την ειρήνη και την αυτοδιάθεση των λαών.
Η ομοσπονδιακή έκφανση της ευρωπαϊκής ιδέας έχει τις βάσεις της στη Γαλλική
Επανάσταση, η οποία επιβεβαίωσε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών και διακήρυξε
την αρχή των Εθνοτήτων. Η προέλαση των γαλλικών στρατευμάτων μέχρι τη Μόσχα
οδήγησε στην ενοποίηση των λαών της Ευρώπης κάτω από την απειλή των όπλων αλλά
έδειξε και τον κίνδυνο που συνεπαγόταν για την ειρήνη και την αυτοδιάθεση των λαών η
ηγεμονία ενός κράτους. Έτσι η ευρωπαϊκή ιδέα έλαβε τη θεσμική έκφανση μιας
ομοσπονδίας ελεύθερων λαών στο πλαίσιο της οποίας θα συνυπήρχαν ειρηνικά όλα τα
έθνη.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα η ευρωπαϊκή ιδέα στα κείμενα των εμπνευστών της
συνυπήρχε αρμονικά με την αρχή των εθνοτήτων παρά την αντίθεσή τους. Η εθνική
διαφοροποίηση είχε καταστεί διακριτικό στοιχείο της Ενιαίας Ευρώπης ή ακόμη και αρχή
της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Αυτή η συνύπαρξη ευρωπαϊκής ιδέας και αρχής των
εθνοτήτων έγινε προφανής με την ίδρυση εθνικιστικών κινημάτων.
Ορισμένοι διανοητές θεώρησαν ότι η ενίσχυση του συγκεντρωτικού χαρακτήρα
των εθνών-κρατών που προέκυψαν από την εφαρμογή της αρχής των εθνοτήτων, θα
δυσχέρανε τη μεταξύ τους συνεννόηση. Έτσι προτάθηκε η δημιουργία ομοσπονδιακού
κράτους που θα ασκούσε ρυθμιστικό ρόλο στο οικονομικό επίπεδο αποφεύγοντας να
επεμβαίνει στη διαχείριση των ζητημάτων των ομόσπονδων κοινοτήτων.
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο εθνικισμός φράζει το δρόμο στην ευρωπαϊκή ιδέα.
στόσο υπάρχουν κάποιοι που τάσσονται υπέρ της ιδέας μιας ενοποιημένης Ευρώπης.
Όλα αυτά τα σχέδια που εκπονήθηκαν περιέχουν διάσπαρτες πολλές από τις ψηφίδες που
δημιουργούν τη σημερινή θεσμική έκφραση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δημιούργησε αρνητικό κλίμα για την προώθηση
της ευρωπαϊκής ιδέας. Πολύ σύντομα όμως η ευρωπαϊκή ιδέα θα προσλάβει τη μορφή
οργανωμένου ρεύματος.
Στη διάρκεια του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου η ευρωπαϊκή ιδέα επιβίωσε ως μέρος
του ιδεολογικού οπλοστασίου των δύο εμπολέμων συνασπισμών. Στην
εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία η ευρωπαϊκή ιδέα προσέλαβε φασιστική έκφραση για να
αποτελέσει το θεωρητικό έρεισμα της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη. Στη
δημοκρατική Ευρώπη η ευρωπαϊκή ιδέα εκφράστηκε με την υιοθέτηση μιας
ομοσπονδιακής αντίληψης για την οργάνωση του μεταπολεμικού κόσμου,
υπαγορευόμενης από την απαξίωση του ανεξάρτητου κράτους ως θεμέλιου του διεθνούς
συστήματος. Η αντίληψη αυτή ήταν έκδηλη στους κύκλους της ευρωπαϊκής αντίστασης, η
οποία θεωρώντας ότι ο εθνικισμός ήταν η αιτία των ευρωπαϊκών συγκρούσεων,
υποστήριζε την υπέρβαση του εθνικού κράτους και την οργάνωση της Ευρώπης σε
ομοσπονδιακή βάση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2Ο
Η ∆ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑΤΟΣ
Η οικονομική αποστέωση των ευρωπαϊκών κρατών εκφράστηκε μέσα από την
περιορισμένη παραγωγή και τις κακές σοδειές που σημειώθηκαν το 1946. Υποστηρίχτηκε
μετά το τέλος του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου από τον Πρωθυπουργό της Μεγάλης
Βρετανίας, Winston Churchill, ο οποίος στην ομιλία του στη Ζυρίχη το 1946, προσδιόρισε
την τραγική θέση των Ευρωπαίων μετά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, πρότεινε την
επαναδημιουργία της ευρωπαϊκής οικογένειας σύμφωνα με το ομοσπονδιακό πρότυπο των
ΗΠΑ.
Η ευρωπαϊκή ιδέα έκανε την εμφάνισή της στο πεδίο της διεθνούς οργάνωσης. Το
1947 ο αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον πρόσφερε οικονομική βοήθεια. Οι Ευρωπαίοι
άρπαξαν την ευκαιρία και υπέγραψαν το 1948 τη συνθήκη ίδρυσης του Οργανισμού για
την Ευρωπαϊκή Οικονομική Συνεργασία (ΟΕΟΣ) με συμμετοχή που κάλυπτε όλη τη
∆υτική Ευρώπη. Σκοπός του οργανισμού ήταν να οργανώσει την αποτελεσματική χρήση
της οικονομικής βοήθειας από τις ΗΠΑ, να μειώσει τους εμπορικούς περιορισμούς και να
λειτουργήσει σαν εμπορική τράπεζα. Επίσης θα επιδίωκε το συντονισμό των οικονομικών
πολιτικών των κρατών-μελών, τη δημιουργία ενός συστήματος πληρωμών και την
απελευθέρωση των ανταλλαγών.
Το ενδεχόμενο αναβίωσης του γερμανικού κινδύνου αποτέλεσε αρχικά το κίνητρο
για τη σύναψη συμμαχίας και αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ Γαλλίας και Βρετανίας. Το
καθεστώς της ηττημένης Γερμανίας δημιουργούσε τριβές στις σχέσεις των ΗΠΑ και των
συμμάχων τους καθώς και της ΕΣΣ∆ με τις χώρες που ανήκαν στη σφαίρα επιρροής της
και χώρισε την ευρωπαϊκή ήπειρο σε δύο μπλοκ.
Οι ανάγκες μεθόδευσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης οδήγησαν στο συνέδριο της
Χάγης, στο οποίο έγιναν φανερές τρεις απόψεις: η ομοσπονδιακή, η ενωσιακή, η
λειτουργική. Αποφασίστηκε η δημιουργία ενός οργάνου που θα μπορούσε να ασκήσει
μεγαλύτερη επιρροή.
Οι επιτροπές του Συνεδρίου καλούσαν τα ευρωπαϊκά κράτη να προχωρήσουν στην
άμεση σύγκλιση μιας ευρωπαϊκής Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης που θα απαρτιζόταν από
εκπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων, στη Σύνταξη ενός Χάρτη ∆ικαιωμάτων του
Ανθρώπου και στην ίδρυση ενός ∆ικαστηρίου για τον έλεγχο της εφαρμογής του.
Αποφασίστηκε η δημιουργία ενός οργάνου που θα μπορούσε να εκθέσει τα ευρωπαϊκά
ζητήματα και να ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή διασφαλίζοντας ευρύτερες προσβάσεις στις
κυβερνήσεις.
Χρειάστηκε ένας χρόνος για τη μερική δρομολόγηση ορισμένων συστάσεων του
Συνεδρίου της Χάγης. Μετά από διαφωνία της Βρετανίας και με γαλλική πρόταση
αποφασίζεται τα μέλη της συνέλευσης να διορίζονται από τα εθνικά κοινοβούλια, θα είχαν
απόλυτη ανεξαρτησία και ευρύτατες αρμοδιότητες. Προέβλεπε δημιουργία δύο οργάνων:
συνέλευση, επιτροπή των υπουργών. Αποτέλεσμα: υπογραφή του καταστατικού του
Συμβουλίου της Ευρώπης. Το Συμβούλιο της Ευρώπης, δημιουργήθηκε με στόχο τη
μεγαλύτερη ενότητα των μελών του. Η δυσκολία του συμβουλίου βρισκόταν στα μέσα με
τα οποία θα επιτυγχανόταν ο στόχος του. Είχε περιορισμένες δυνατότητες με αποτέλεσμα
να συντηρούνται οι διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στα κράτη που το αποτελούσαν.
Ο πρώτος σημαντικός πολιτικός θεσμός ήταν το Συμβούλιο της Ευρώπης, στο
οποίο συμμετείχαν πολλά ευρωπαϊκά κράτη και είχε σκοπό τη μεγαλύτερη συμμετοχή
δυτικοευρωπαϊκών κρατών και να επιτύχει μεγαλύτερη ενότητα μεταξύ των μελών του. Ο
θεσμός του Συμβουλίου ήταν περιορισμένος καθώς του είχε απαγορευθεί να μελετήσει
αμυντικά θέματα και δεν του είχε δοθεί η εξουσία να καθορίσει οικονομικά θέματα. Οι
περιορισμοί αυτοί αντικατόπτριζαν τη διπλωματική διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών
της ολοκλήρωσης και των αντιπάλων. Για τους αντιπάλους της ολοκλήρωσης η χωριστή
επίλυση των οικονομικών θεμάτων και θεμάτων στρατιωτικής ασφάλειας αποτελούσε
μέσο αποφυγής δημιουργίας ισχυρών πολιτικών οργανισμών και υπερεθνικών φιλοδοξιών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΕΥΡ ΠΗΣ
1. Το σχέδιο Schuman
Την άνοιξη του 1950 είχε γίνει σαφές ότι το ενοποιητικό εγχείρημα δεν μπορούσε
να προχωρήσει μέσα από τις δομές του ΟΕΟΣ και του Συμβουλίου της Ευρώπης, γι’ αυτό
υπήρχε ανάγκη για τη δημιουργία ενός νέου μηχανισμού δράσης. Η αδυναμία των δύο
αυτών οργανισμών και η διαφορετική οπτική της Βρετανίας ως προς τα όρια της
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, απαιτούσαν ένα νέο μηχανισμό για την προώθησή της, ο
οποίος θα αντιμετώπιζε και το πρόβλημα της επανένταξης της Γερμανίας στην Ευρώπη.
Η αδυναμία ενσάρκωσης του ευρωπαϊκού οράματος με τη δημιουργία μιας
ομοσπονδίας, επέβαλλε τη λειτουργική προσέγγιση, τη δρομολόγηση μέσω της
ολοκλήρωσης σε περιορισμένους τομείς στρατηγικής σημασίας, ενώ δημιουργήθηκαν τα
σχέδια οικονομικής οργάνωσης της Ευρώπης.
Η ίδια λογική ίσχυε και στο σχέδιο Schuman, στο οποίο το 1950 διακηρύχθηκε η
ανάγκη δημιουργίας μιας οργανωμένης και δραστήριας Ευρώπης.
Στις 9 Μαΐου 1950 ο Γάλλος υπουργός των Εξωτερικών Schuman εξέδωσε μια
διακήρυξη, η οποία προσπάθησε να βρει νέες δομές που θα απέτρεπαν αποτελεσματικά
μια νέα διεθνή σύρραξη με σκοπό την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση κάτω από τη δημιουργία
ενός ομοσπονδιακού προτύπου αλλά μέσα από τις θεωρίες του λειτουργισμού, οπαδός του
οποίου ήταν ο Monnet, ο οποίος άλλωστε δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα
κοινοβούλια, τα δημοψηφίσματα ή τις εκλογές. Για την ένωση των ευρωπαϊκών κρατών
απαιτείται να ξεπεραστεί η προαιώνια αντίθεση Γαλλίας και Γερμανίας. Τα μέτρα που θα
ληφθούν θα πρέπει να αφορούν πρώτα απ’ όλα τη Γερμανία και τη Γαλλία. Προτείνει
ολόκληρη η γαλλο-γερμανική παραγωγή άνθρακα και χάλυβα να υπαχθεί σε μια κοινή
Ύπατη Αρχή στα πλαίσια ενός οργανισμού που θα είναι ανοιχτός στην συμμετοχή και
άλλων ευρωπαϊκών εθνών. Προσκαλεί να συμμετάσχουν και άλλες κυβερνήσεις.
Βασικός σκοπός: η διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη και η διαφύλαξη και
περαιτέρω ανάπτυξη της ευρωπαϊκής συμβολής σε μια πολιτική ειρήνης και στον
πολιτισμό. Σταδιακή ενοποίηση της Ευρώπης. Αντικατάσταση της προαιώνιας έχθρας και
η δημιουργία μιας ευρύτερης και βαθύτερης κοινότητας μεταξύ λαών που χωρίζονταν από
αιματηρές συγκρούσεις.
Εμπνευστής του σχεδίου ήταν o Monnet, ο οποίος διακήρυξε ότι η ενωμένη
Ευρώπη θα γινόταν «με συγκεκριμένες πραγματώσεις». Περιόριζε την εθνική κυριαρχία
σε δύο τομείς οικονομίας και αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού
προτύπου. Η ιδέα αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού προτύπου. Τη
γαλλική πρόταση αποδέχθηκαν αρκετά ευρωπαϊκά κράτη εκτός από τη Βρετανία, η οποία
απέρριψε την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της για τη συμμετοχή της σ’ ένα
υπερεθνικό όργανο μη κατανοώντας τη σημαντικότητα του σχεδίου.
Στις διαπραγματεύσεις για την ΕΚΑΧ δε συμμετέχει η Βρετανία αν και η Γαλλία
το επιθυμούσε. Η Βρετανία απέρριψε την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της για τη
συμμετοχή της σ’ ένα υπερεθνικό όργανο μη κατανοώντας τη σημαντικότητα του σχεδίου.
Η Γαλλία αποφασίζει να λύσει τις διαφορές της με τη Γερμανία μόνη της κι έτσι προχωρά
στην εφαρμογή του σχεδίου. Η άρνηση της Βρετανίας να συμμετάσχει κλόνισε μια σειρά
γαλλικών κυβερνήσεων να προχωρήσουν στη συνεργασία με τη Γερμανία.
Κύριος σκοπός της κοινότητας ήταν η δημιουργία της ευρωπαϊκής κοινής αγοράς
στους τομείς του άνθρακα, του σιδήρου και του χάλυβα δίνοντας τη δυνατότητα στα
κράτη μέλη να έχουν πλήρη πρόσβαση στα προϊόντα αυτών των τομέων, απαγορεύοντας
διακρίσεις και καταργώντας δασμούς.
Το 1951 με τη Συνθήκη των Παρισίων ιδρύθηκε η ΕΚΑΧ, η οποία αποτελούσε
προσέγγιση των κρατών και βασιζόταν στην οικονομική συνεργασία μεταξύ τους. Κύριος
σκοπός της κοινότητας ήταν η δημιουργία της ευρωπαϊκής κοινής αγοράς στους τομείς του
άνθρακα, του σιδήρου και του χάλυβα δίνοντας τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να έχουν
πλήρη πρόσβαση στα προϊόντα αυτών των τομέων. Στα πλαίσια της ΕΚΑΧ
λειτουργούσαν κάποιοι θεσμοί, όπως η Ύπατη αρχή, το Συμβούλιο των Υπουργών, η
κοινή Συνέλευση και το ∆ικαστήριο πάνω στα οποία στηρίχτηκαν οι θεσμοί της ΕΟΚ
αλλά τα μέλη της ήταν ανεξάρτητα.
Η ΕΚΑΧ ακολουθούσε ομοσπονδιακό πρότυπο, το οποίο εκφραζόταν από την
Ανώτατη Αρχή, ένα όργανο με ευρύτερες αρμοδιότητες που ήταν επιφορτισμένο να
εκπροσωπεί το γενικό συμφέρον της Κοινότητας. Στην ίδια λογική βρισκόταν και η
θέσπιση ενός ευρωπαϊκού φόρου που επιβαλλόταν στις επιχειρήσεις άνθρακα και χάλυβα
και αποσκοπούσε στη χρηματοδότηση της λειτουργίας των κοινοτικών οργάνων. Εκτός
από την Ανώτατη Αρχή, το θεσμικό οργανισμό της ΕΚΑΧ συγκροτούσαν το Συμβούλιο
Υπουργών, η Κοινή Συνέλευση και το ∆ικαστήριο. Το Συμβούλιο Υπουργών θεσπίστηκε
για να περιορίζει την υπερεθνικότητα της Ανώτατης Αρχής και η Κοινή Συνέλευση είχε τη
δυνατότητα να οδηγήσει την Ανώτατη Αρχή σε παραίτηση. Το ∆ικαστήριο ήταν το πρώτο
δικαιοδοτικό όργανο που είχε ως αποστολή την τήρηση του ∆ικαίου.
Στα πλαίσια της ΕΚΑΧ λειτουργούσαν υπερεθνικοί θεσμοί, όπως:
• Ύπατη αρχή: λαμβάνει αποφάσεις, διατυπώνει συστάσεις, εκφέρει γνώμες, είχε ένα
προχωρημένο βαθμό αυτονομίας απέναντι στα κράτη-μέλη, διέθετε αρμοδιότητες,
• Συμβούλιο των Υπουργών: μετρίαζε την υπερθνικότητα της Ύπατης Αρχής
• Κοινή Συνέλευση: έλεγχε την Ανώτατη Αρχή και
• το ∆ικαστήριο: φρόντιζε για την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την
εφαρμογή της ιδρυτικής Συνθήκης.
Τα μέλη της ήταν ανεξάρτητα. Έκανε τεράστια άλματα οικονομικής συνεργασίας και
ολοκλήρωσης τα οποία, στη συνέχεια, είχαν σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις και
προεκτάσεις.
2. Ένα ατελέσφορο εγχείρημα. Η ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα
H έκρηξη του πολέμου στην Κορέα επανέφερε το πρόβλημα του επανεξοπλισμού
της Γερμανίας, το οποίο υποστήριζαν οι Η.Π.Α. και απέρριπταν οι Γάλλοι.
Παράλληλα οδηγήθηκαν οι Ευρωπαίοι να επαναδιατυπώσουν θεσμικά τη λογική
του σχεδίου Schuman. Ο άγγλος πρωθυπουργός Churchill κάλεσε τους Ευρωπαίους να
προχωρήσουν στην άμεση δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού στρατού.
Στις 24 Οκτωβρίου 1950, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας, Pleven ανακοίνωσε στη
γαλλική Εθνοσυνέλευση το σχέδιο της ευρωπαϊκής αμυντικής κοινότητας με τη
δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού, το οποίο μετά από αντιρρήσεις έγινε δεκτό. Έτσι
προτάθηκε η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού στα πλαίσια του οποίου θα μπορούσε
να εξοπλιστεί και η Γερμανία.
Το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας
Κάτω από τη γαλλική πίεση που ζητούσε πολιτικές εγγυήσεις δημοκρατικού
ελέγχου ανοίγει ο δρόμος για την ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής πολιτικής κοινότητας που να
προσφέρει πολιτικές εγγυήσεις δημοκρατικού ελέγχου του ευρωπαϊκού στρατού. Σκοπός
ήταν η στρατιωτική Ευρώπη να υποβάλλεται στον έλεγχο της πολιτικής Ευρώπης. Κατά
τους μήνες των διαπραγματεύσεων φάνηκαν οι εθνικές διαφορές οδηγώντας σ’ ένα
μετριασμό των προτάσεων της συνέλευσης. Η αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στη
Γαλλία άλλαξε τη στάση της Γαλλίας. Ο στρατηγός de Gaulle ήταν εθνικιστής και δε
δεχόταν να υπαχθούν οι Γάλλοι σ’ έναν ευρωπαϊκό στρατό. Το γαλλικό κοινοβούλιο δεν
επικύρωσε την ίδρυση της Αμυντικής Κοινότητας επηρεασμένο και από την αρνητική
στάση της Βρετανίας. Οι γαλλικές αντιδράσεις στη δημιουργία της ΕΑΚ οδήγησαν στην
κατάργησή της.
Η γαλλική πρόταση οδήγησε στην ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας
(ΕΑΚ) και μίας Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας (ΕΠΚ). Το καλοκαίρι του 1950, λίγες
εβδομάδες μετά τη διακήρυξη Schuman, η Βόρειος Κορέα εισέβαλε στη Νότιο Κορέα. Ο
πόλεμος στην Κορέα οδήγησε τους Ευρωπαίους να επαναδιατυπώσουν θεσμικά τη λογική
του σχεδίου Schuman. Ο άγγλος πρωθυπουργός Churchill κάλεσε τους Ευρωπαίους να
προχωρήσουν στην άμεση δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού στρατού. Τελικά ο
πρωθυπουργός της Γαλλίας, Pleven, το 1950 πρότεινε μια ευρωπαϊκή αμυντική συμμαχία
με τη δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού στρατού, που θα αποτελούσαν οι δυνάμεις των
κρατών μελών.
Το πολιτικό κλίμα στη Γαλλία είχε αλλάξει με αποτέλεσμα οι Γάλλοι να μη
δεχτούν την υπαγωγή τους σ’ έναν ευρωπαϊκό στρατό. Άλλωστε πολλοί ήταν εκείνοι που
θα δέχονταν να ενταχθούν στον ευρωπαϊκό στρατό αν συμμετείχε και η Βρετανία. Κάτω
από την πίεση της γαλλικής κοινής γνώμης που επιζητούσε πολιτικές εγγυήσεις
δημοκρατικού ελέγχου αλλά και της αντίδρασης του γαλλικού κοινοβουλίου να
επικυρώσει την ίδρυση της Αμυντικής Κοινότητας, οδηγηθήκαμε στην κατάργηση της
ΕΑΚ το 1952.
3. Η δημιουργία της ∆υτικοευρωπαϊκής Ένωσης
Η αποτυχία της ΕΑΚ άφησε άλυτο το θέμα του επανεξοπλισμού της Γερμανίας.
Βρετανική πρόταση υποστηρίζει την επανενεργοποίηση του Συμφώνου των Βρυξελλών,
στο οποίο θα προσχωρούσαν Γερμανία και Ιταλία. Υπογράφονται οι Συμφωνίες του
Παρισιού το 1954, οι οποίες προβλέπουν αποκατάσταση της γερμανικής κυριαρχίας σε
εξωτερική και εσωτερική πολιτική, την είσοδό της στο ΝΑΤΟ, δημιουργία
∆υτικοευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι δημιουργήθηκε εθνικός γερμανικός στρατός ως εγγύηση
της κυριαρχίας της. Η προσέγγιση αυτή έλαβε τη μορφή της επέκτασης του Συμφώνου
των Βρυξελλών της ∆υτικοευρωπαϊκής Ένωσης (∆ΕΕ) Ήταν ένας οργανισμός με
γνωμοδοτικό χαρακτήρα προσανατολισμένος στην άμυνα, ο οποίος επέτρεπε να
επανεξοπλιστεί η Γερμανία υπό όρους.
Η ενσωμάτωσή του όμως στο ΝΑΤΟ και ο συνεπαγόμενος περιορισμός της
αυτονομίας του, τα χαμηλά ανώτατα επιτρεπτά όρια στρατιωτικής ανάπτυξης και η
απαγόρευση κατοχής ατομικών και χημικών όπλων καθησύχασαν τους γείτονες της
Γερμανίας.
4. Η ίδρυση της ΕΟΚ και της ΕΚΑΕ
Η αποτυχία της δημιουργίας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας αποτέλεσε ήττα
της ευρωπαϊκής ιδέας, που φάνηκε να οδηγεί στην αναστολή της διαδικασίας της
υλοποίησής της. Η επανενεργοποίηση απαιτούσε διαφορετική προσέγγιση, την οποία
προσέφεραν: α) οι προτάσεις του Monnet, ο οποίος προτείνει την ίδρυση ευρωπαϊκού
οργανισμού ατομικής ενέργειας, που θα εξασφάλιζε τον έλεγχο της αναπτυσσόμενης
γερμανικής πυρηνικής βιομηχανίας, β) η άποψη του Beyen για δημιουργία μιας μεγάλης
ελεύθερης αγοράς και γ) οι απόψεις του Spaak, ο οποίος θεωρούσε ότι η ευρωπαϊκή
ολοκλήρωση θα επιτυγχανόταν με την κατά τομείς συσσωμάτωση, η οποία θα γινόταν με
την επέκταση της ΕΚΑΧ.
Οδήγησε αναπόφευκτα σε κάποια υποχώρηση της «ευρωευφορίας» που
επικρατούσε στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Κατέστησε σαφές και στις δύο πλευρές
του Ατλαντικού ότι η προσπάθεια προώθησης της δυτικοευρωπαϊκής ενότητας μέσω
πολιτικής και αμυντικής ενοποίησης ήταν πρόωρη και ότι απαιτούσε νέα πρωτοβουλία και
διαφορετική προσέγγιση, η οποία θα παρέκαμπτε τα πεδία της εξωτερικής πολιτικής και
της άμυνας και θα ακολουθούσε το δρόμο της οικονομικής ενοποίησης.
Οι υπουργοί των Εξωτερικών διατράνωσαν την πεποίθησή τους ότι «η ενότητα
ήταν αναγκαία για να διατηρήσει η Ευρώπη την παρούσα θέση της στον κόσμο και για να
αποκαταστήσει την επιρροή και την ακτινοβολία της.» Οι Ευρωπαίοι εταίροι πιστεύουν
ότι η στιγμή είναι κατάλληλη για το ξεκίνημα μιας νέας περιόδου στην πορεία της
οικοδόμησης της Ευρώπης. Το ξεκίνημα μπορεί να γίνει στη σφαίρα της οικονομίας μέσα
από τη δημιουργία μιας ενωμένης Ευρώπης, την επέκταση των κοινών θεσμών, τη
σταδιακή συγχώνευση εθνικών οικονομιών, τη δημιουργία κοινής αγοράς και τον
σταδιακό συντονισμό των κοινωνικών πολιτικών. Αυτά διατυπώθηκαν στη διακήρυξη της
Συνδιάσκεψης στη Μεσσίνα, τον Ιούνιο του 1955. Στη διακήρυξη επίσης τονίστηκε ότι η
πορεία αυτή είναι απαραίτητη, αν η Ευρώπη θέλει να διατηρήσει τη θέση και την επιρροή
της στο νέο διεθνές περιβάλλον και να επιτύχει τη σταθερή βελτίωση του βιοτικού
επιπέδου των πολιτών της.
Τον Ιούνιο του 1955, δέκα μόλις μήνες αφότου η γαλλική συνέλευση είχε ψηφίσει
κατά της ΕΑΚ, οι υπουργοί των εξωτερικών των Έξι συναντήθηκαν στη Μεσσίνα της
Ιταλίας για να ξεκινήσουν τη διαδικασία που θα οδηγούσε στην ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής
Οικονομικής Κοινότητας. (ΕΟΚ) Κατάληξαν ότι «το έργο δημιουργίας μιας Ενωμένης
Ευρώπης πρέπει να επιτευχθεί με τη δημιουργία κοινών θεσμών, με μια σταδιακή
συγχώνευση των διαφόρων εθνικών οικονομιών, με τη δημιουργία μιας Κοινής Αγοράς
και τον προοδευτικό συντονισμό των κοινωνικών τους πολιτικών»
Η Συνδιάσκεψη της Μεσσίνας ανέθεσε στην Επιτροπή Spaak να επεξεργαστεί
σχέδια για την παραπέρα πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στην επιτροπή κλήθηκε να
συμμετάσχει η Βρετανία, η οποία και συμμετείχε μέχρι Νοέμβριο του 1955. Αποχώρησε
όμως όταν διαπίστωσε ότι οι επιδιώξεις της για την επιβολή ελεύθερων συναλλαγών δεν
γίνονταν αποδεκτή από τα άλλα κράτη. Η επιτροπή συνέχισε τις εργασίες της.
Η Επιτροπή Spaak επεξεργάζεται σχέδια για την παραπέρα πορεία της ευρωπαϊκής
ενοποίησης. Υποβάλλει έκθεση που προέβλεπε τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής
Οικονομικής Κοινότητας και μια Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας. Η επιδείνωση της
διεθνούς συγκυρίας με την κρίση του Σουέζ και της εισβολής του σοβιετικού στρατού
στην Ουγγαρία έδειξαν την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης και την συρρίκνωση του
διεθνούς ρόλου της. Η Γαλλία συμπέρανε ότι έπρεπε να προχωρήσει σε συνεργασία με
τους άλλους Ευρωπαίους. Τον Απρίλιο του 1956 εγκρίθηκε η έκθεση της επιτροπής Spaak
οδηγώντας στις δύο συνθήκες της Ρώμης, από τις οποίες η μία ίδρυσε την ΕΟΚ και η άλλη
την ΕΚΑΕ (ΕΥΡΑΤΟΜ) Οι λεπτομερείς διαπραγματεύσεις, οι οποίες διεξήχθησαν στις
Βρυξέλλες από τον Ιούνιο του 1956, κύλησαν ομαλά με βάση μια κοινή πολιτική
δέσμευση. Οι έξι χώρες κατέθεσαν τις προτάσεις τους, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για
την ίδρυση της ΕΟΚ. Θα καταργούνταν οι φραγμοί στην ελεύθερη διακίνηση των
προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Αποσκοπούσε στην εκπόνηση κοινών
πολιτικών, μεταξύ των οποίων η πρώτη αναφερόταν στη γεωργία. Προέβλεπε σταδιακή
κατάργηση όλων εκείνων των πρακτικών που θα μπορούσαν να ευνοήσουν μια εθνική
βιομηχανία σε ένα κράτος μέλος σε βάρος της αντίστοιχης σε ένα άλλο μέλος.
Το 1956 η αιγυπτιακή κυβέρνηση εθνικοποίησε τη διώρυγα του Σουέζ, η οποία
ανήκε από κοινού στη Βρετανία και τη Γαλλία. Οι δύο χώρες προχώρησαν σε μια από
κοινού δράση εναντίον της Αιγύπτου για να αναγκαστούν σε μια ατιμωτική υποχώρηση
όταν αντιμετώπισαν τη μορφή των Ηνωμένων Εθνών και την πιθανή κατάρρευση της
υπερατλαντικής συμμαχίας.
Η επιδείνωση της διεθνούς συγκυρίας με την κρίση του Σουέζ και της εισβολής του
σοβιετικού στρατού στην Ουγγαρία έδειξαν την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης και
την συρρίκνωση του διεθνούς ρόλου της συμβάλλοντας στην υπογραφή των ιδρυτικών
συνθηκών της ΕΟΚ και της ΕΚΑΕ. Η σημαντικότερη καινοτομία ήταν η δημιουργία ενός
νέου προτύπου οργάνωσης υπερεθνικού και διακυβερνητικού.
Καινοτομία των Συνθηκών: δημιουργία νέου προτύπου οργάνωσης μεταξύ
υπερεθνικού και διακυβερνητικού.
Οι Συνθήκες ΕΟΚ και ΕΚΑΕ (ΕΥΡΑΤΟΜ) ακολούθησαν το πρότυπο της ΕΚΑΧ.
Η ΕΥΡΑΤΟΜ αφορούσε ενοποίηση σε συγκεκριμένους τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας
– εστίαζε σε ειρηνική χρήση πυρηνικής ενέργειας – συνέβαλε στη μείωση της εξάρτησης
της δυτικής Ευρώπης από τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες.
Σκοπός της ΕΚΑΕ ήταν η δημιουργία των αναγκαίων συνθηκών για την ειρηνική
χρησιμοποίηση της ατομικής ενέργειας.
Σκοπός της ΕΟΚ: προβλέπει την ίδρυση κοινής αγοράς. Αφορά το σύνολο σε
τομείς της οικονομίας των κρατών-μελών με προοδευτική προσέγγιση οικονομικών
πολιτικών με σκοπό την αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων. Έθετε τις
βάσεις για την επίτευξη μιας «ολοένα και στενότερης ένωσης ανάμεσα στους λαούς της
Ευρώπης.». Εγκαθιδρύθηκαν ορισμένοι ειδικοί θεσμοί με σκοπό την οργάνωση και
διαχείριση της Κοινής αγοράς αλλά και όλων των άλλων δραστηριοτήτων που συνδέονταν
με τη ζωή της Κοινότητας. Η κοινή αγορά προτείνει: α) κατάργηση των δασμών στις
εσωτερικές εμπορικές συναλλαγές. β) θέσπιση κοινού εξωτερικού δασμολογίου, γ) την
απαγόρευση μιας σειράς πρακτικών που στρέβλωναν ή παρεμπόδιζαν τον ανταγωνισμό
μεταξύ των κρατών – μελών. δ) μέτρα γα την προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των
εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών – μελών και στην ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων,
υπηρεσιών και κεφαλαίων.
Το εκτελεστικό όργανο των κοινοτήτων ήταν: α) οι δύο Επιτροπές της ΕΟΚ οι
οποίες λειτουργούσαν διασφάλιζαν την εφαρμογή των συνθηκών και προωθούσαν την
ολοκλήρωση. β) το Συμβούλιο των Υπουργών που λάμβανε αποφάσεις απορρίπτοντας ή
τροποποιώντας την πρόταση της. γ) η Κοινή Συνέλευση της ΕΚΑΧ.
Το θεσμικό σύστημα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι ένα σύστημα που παράγει
κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές, εποπτεύει την εφαρμογή τους από κράτη-μέλη και
επιπρόσθετα βοηθά στο συντονισμό διαφόρων πεδίων πολιτικής των κρατών-μελών.
Πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο έχει στοιχεία τόσο από τα γνώριμα πολιτικά και
διοικητικά συστήματα των κρατών όσο και από τους διεθνείς οργανισμούς. Η οργάνωση
των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων χαρακτηρίζεται από τις εξής ιδιαιτερότητες:
Βασίζεται σε εκτενείς αναθέσεις εξουσιών στους ευρωπαϊκούς θεσμούς από τις
Συνθήκες.
Έχει ένα ευρύτατο πεδίο λειτουργικών δραστηριοτήτων: κοινή αγορά, κοινωνική
πολιτική, προστασία περιβάλλοντος, εξωτερική πολιτική κ.α.
Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ τους, το δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
υπερισχύει των εθνικών κανόνων δικαίου των κρατών-μελών.
Η εξέλιξη και η σταδιακή ενίσχυση θεσμών όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
οδηγεί στη δημιουργία πολιτικών κομματικών οικογενειών σε ευρωπαϊκό επίπεδο,
καθώς η συμμετοχή των άμεσα εκλεγμένων βουλευτών στο Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο βασίζεται σε πολιτικές και όχι εθνικές ομαδοποιήσεις.
Η πλειοψηφία των κρατών-μελών (11 από τα 15) προχώρησε την 1η Ιανουαρίου
1999 σε νομισματική ένωση, γι’ αυτό το σκοπό ιδρύθηκε μια κεντρική νομισματική
αρχή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4Ο
Η ΚΡΙΣΙΜΗ ∆ΕΚΑΕΤΙΑ
Η αντίθεση της Γαλλίας στην υπερεθνική διάσταση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Ο Γάλλος Πρόεδρος έριξε το βάρος της πολιτικής του σε μία προσπάθεια
ανύψωσης του γοήτρου της Γαλλίας ως μοναδικής πυρηνικής δύναμης της Ευρώπης των
Κοινοτήτων. Στη σύνοδο που έγινε στο Παρίσι το 1961, ο de Gaulle έπεισε τους
ομολόγους του να προβούν στη σύσταση μιας επιτροπής, η οποία θα υπέβαλε
συγκεκριμένες προτάσεις για την πολιτική οικοδόμηση της Ευρώπης.
Ο πρόεδρος της συνόδου, ο Γάλλος διπλωμάτης Fouchet, τον Ιανουάριο του 1961,
υποβάλλει ένα σχέδιο, το οποίο αποβλέπει στην επέκταση της Ένωσης στο πεδίο της
οικονομίας προτείνει ένα πρώτο σχέδιο σύμφωνα με το οποίο προβλεπόταν η δημιουργία
μιας ένωσης κρατών που θα αποσκοπούσε σε τομείς εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Το
νέο αυτό σχέδιο αποβλέπει στην επέκταση της Ένωσης στο πεδίο της οικονομίας, θέτοντας
υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία των κοινοτικών θεσμών. Οι άλλες χώρες αντέδρασαν
φοβούμενες τη γαλλογερμανική συμφωνία γι’ αυτό υποστήριξαν την προσχώρηση της
Βρετανίας στις κοινότητες. Έτσι η πρόταση δεν βρήκε ανταπόκριση.
Η αποτυχία του σχεδίου του Fuchet προκάλεσε την αντίδραση της Γαλλίας
προκαλώντας αναίρεση της ενοποιητικής δύναμης του κοινοτικού προτύπου και την
επιβεβαίωση των εθνικών ταυτοτήτων. Η Γαλλία εκδήλωσε την αντίθεσή της στις
προτάσεις χρηματοδότησης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, στην εκχώρηση εξουσιών
στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, στην καθιέρωση ιδίων πόρων της Κοινότητας και ιδίως στην
εισαγωγή του κανόνα της πλειοψηφίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η προσπάθεια
του de Gaulle να υποβαθμίσει το ρόλο την Επιτροπής και η προσωπική του αντιπαράθεση
οδήγησαν στην αποτελμάτωση των κοινοτικών διεργασιών και στην πρόκληση μιας
συνταγματικής κρίσης, η οποία προκλήθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 1965. Η Γαλλία
εκδήλωσε την αντίθεσή της στις προτάσεις χρηματοδότησης της Κοινής Αγροτικής
Πολιτικής, στην εκχώρηση εξουσιών στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, στην καθιέρωση ιδίων
πόρων της Κοινότητας και ιδίως στην εισαγωγή του κανόνα της πλειοψηφίας στη
διαδικασία λήψης αποφάσεων. Τελικά η κρίση έληξε με τη διευθέτηση υπέρ των γαλλικών
απόψεων, που έμεινε γνωστή ως Συμβιβασμός του Λουξεμβούργου. Σύμφωνα με τον
Συμβιβασμό προωθήθηκε η δημιουργία μιας κοινής αγοράς για τα αγροτικά προϊόντα των
Ε.Κ και εφαρμόστηκε ο κανόνας της ομοφωνίας ακόμα και σε περιπτώσεις που η λήψη
των αποφάσεων γινόταν κατά πλειοψηφία.
Ο ρόλος της Βρετανίας
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 η Βρετανία μόνο βρισκόταν έξω από τις
Κοινότητες. Έγιναν προσπάθειες να πεισθεί η Βρετανία να συμμετάσχει στην ΕΚΑΧ αλλά
στάθηκε αδύνατο. Έτσι η υπογραφή προχώρησε χωρίς την σύμπραξη της Βρετανίας.
Η στάση της Βρετανίας απέναντι στη ευρωπαϊκή ενοποίηση εξηγείται από τους εξής
λόγους:
α) ∆εν ενδιαφερόταν για την προσέγγισή της με τη ∆υτική Ευρώπη.
β) Πολλές βρετανικές κυβερνήσεις δεν μπορούσαν να δεχτούν την απώλεια της κυριαρχίας
τους.
γ) Η κοινοβουλευτική παράδοση της Βρετανίας.
δ) Η δυσαρέσκεια των Βρετανών απέναντι στην ιδέα της εξάρτησης από τις κυβερνήσεις
και τις χώρες της Ηπειρωτικής Ευρώπης για τις οποίες οι Βρετανοί δεν έτρεφαν μεγάλη
εκτίμηση.
ε) Οι συνθήκες στη Βρετανία ήταν τέτοιες ώστε οι μεγάλοι οργανισμοί να μην εμφανίζουν
κίνητρα για τους Βρετανούς. Οι περιορισμοί στις εθνικές εξουσίες λήψης αποφάσεων που
συνεπαγόταν η ΕΚΑΧ ήταν ανασταλτικός παράγοντας για μια χώρα που οι δυνατότητες
στον άνθρακα και το Χάλυβα ήταν μεγαλύτερες από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Μόνο η ΕΟΚ φαινόταν να προσφέρει κάτι αλλά ένα από τα προβλήματα ήταν ο
υπερεθνικός χαρακτήρας. Έτσι οδηγήθηκε στη δημιουργία της ΕΖΕΣ
Μετά τη λειτουργία της ΕΟΚ η Βρετανία άρχισε να μεταβάλλει τη στάση της και
να επιζητά την ένταξη της χώρας στην Κοινότητα, η οποία θα είχε γίνει νωρίτερα αν δεν
την εμπόδιζε ο πρόεδρος ντε Γκολ λόγω των φιλο-αμερικανικών διαθέσεων της
Βρετανίας. Το γαλλικό βέτο πυροδότησαν α) η ομιλία του αμερικανού προέδρου, ο οποίος
απέρριψε τη γαλλική θέση για την συγκρότηση διευθυντηρίου. β) η γαλλο-βρετανική
διαφωνία σχετικά με τις πυρηνικές δυνάμεις κρούσης. γ) η αποδοχή της Βρετανίας να
εξοπλιστεί από την Αμερική με πυρηνικούς πυραύλους. Μάλιστα αντίδραση υπήρξε από
τη Γαλλία και στη δεύτερη αίτηση της Βρετανίας, όπου ο Γάλλος πρόεδρος ζητά τη ριζική
αναμόρφωση της Μεγάλης Βρετανίας.
Η στάση της Βρετανίας άλλαξε μετά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας της ΕΟΚ και
ζήτησε την ένταξή της στην Κοινότητα.
Οι λόγοι της αγγλικής μεταβολής οφείλονταν σε οικονομικούς και πολιτικούς
παράγοντες. α) από πολιτική άποψη: δεν αποτελούσε παγκόσμια δύναμη πρώτου μεγέθους
ιδιαίτερα μετά την πανωλεθρία της διώρυγας του Σουέζ επισήμανε την παρακμή της που
σημειώθηκε και με τη δημιουργία διμερών συζητήσεων μεταξύ Αμερικής και ΕΣΣ∆. Στις
αρχές της δεκαετίας του 1960 ήταν φανερό ότι οι δείκτες της ευρωπαϊκής οικονομίας ήταν
είχε καλύτερες επιδόσεις από τη Βρετανία. Στα πλαίσια της ενοποιητικής διαδικασίας
υπογράφτηκε η Συνθήκη της Συγχώνευσης το 1965. Αντικείμενό της ήταν η δημιουργία
ενός κοινού συμβουλίου Υπουργών και μιας κοινής επιτροπής και για τις τρεις ευρωπαϊκές
κοινότητες.
Η αποδυνάμωση της κοινοτικής αλληλεγγύης στη δεκαετία του ’60 είχε συνέπειες
στην ΕΚΑΧ και στην ΕΚΑΕ. Η κρίση στο πεδίο του άνθρακα οφειλόταν στη χρήση του
αμερικάνικου πετρελαίου. Η αντιμετώπιση απαιτούσε κοινοτική λύση. Οι αντιθέσεις των
κρατών – μελών οδήγησαν σε διαχείριση της κρίσης σε εθνικό επίπεδο. Ικανοποιώντας
αυτούς που θεωρούσαν ότι τα ευρωπαϊκά όργανα δε μπορούσαν να δώσουν λύση. Η
αποτυχία της ΕΚΑΕ οφειλόταν στην επιδίωξη της Γαλλίας να ακολουθήσει ανεξάρτητη
πυρηνική πολιτική και στις ατέλειες της ιδρυτικής συνθήκης. Η αντίθεση της Γαλλίας σε
κάθε πρωτοβουλία της Επιτροπής περιόρισε την ΕΥΡΑΤΟΜ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5Ο
Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ∆ΥΝΑΜΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΑΣ
Η αντικατάσταση του de Gaulle στη γαλλική προεδρία από τον Pompidou άλλαξε
και τη γαλλική στάση απέναντι στην οικοδόμηση μιας συνομοσπονδίας κρατών.
Η ευρωπαϊκή ένωση προχωρούσε καθώς είχε επιτευχθεί η τελωνιακή ένωση,
λειτουργούσε η Κοινή αγροτική πολιτική, οι θεσμοί των τριών κοινοτήτων είχαν
συγχωνευτεί και η Κοινότητα είχε παίξει σημαντικό ρόλο στον επιτυχημένο γύρο
διαπραγματεύσεων του για του παγκόσμιο εμπόριο. Στη σύνοδο κορυφής στη Χάγη, το
1969 οι κυβερνήσεις συμφώνησαν να προχωρήσουν στη διεύρυνση των Ε.Κ ενώ
παράλληλα έθεσαν τις βάσεις για τα επόμενα βήματα της ενοποίησης.
Η θέσπιση ιδίων πόρων είχε συνέπειες σχετικά με τις αρμοδιότητες του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Για την εξασφάλιση των πόρων ορίστηκε, με τη συνθήκη του
Λουξεμβούργου τον Απρίλιο του 1970, κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ του Συμβουλίου
και του Κοινοβουλίου. Το πρώτο θα είχε τη δυνατότητα να αποφασίζει για τις
υποχρεωτικές δαπάνες και το δεύτερο για τις μη υποχρεωτικές. Με τη συνθήκη αυτή
ενισχύθηκαν οι αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου σχετικά με τον προϋπολογισμό και ίδρυσε
το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο είχε τον έλεγχο για τις κοινοτικές δαπάνες.
Το δρόμο για την ένταξη της Βρετανίας άνοιξε η Σύνοδος της Χάγης το 1969, όπου
οι αρχηγοί των κυβερνήσεων αποφάσισαν να προχωρήσουν στη διεύρυνση των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ενώ παράλληλα έθεσαν τις βάσεις για τα επόμενα βήματα της
ενοποίησης.
Στη Σύνοδο κορυφής υποβλήθηκαν αιτήσεις ένταξης από τη Βρετανία, τη ∆ανία,
την Ιρλανδία και τη Νορβηγία. Οι αιτήσεις αυτές είχαν τη γενική υποστήριξη των πέντε
κρατών-μελών, υποστήριξη που ενισχύθηκε με την πολιτική του Wille Brandt. Οι
διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 30 Ιουνίου 1970, αλλά υπήρχαν δυσκολίες από τη
βρετανική κυβέρνηση, η οποία έπρεπε να αποδεχτεί τους όρους ένταξης. Η αλλαγή της
κυβερνητικής πολιτικής στη Βρετανία διευκόλυνε την εξέλιξη στις ενταξιακές
διαπραγματεύσεις. Η συμφωνία με τη Βρετανία διευκόλυνε τις διαπραγματεύσεις και με
τις άλλες τρεις χώρες, οι οποίες υπέγραψαν την ενταξιακή συμφωνία, την οποία δεν
υπέγραψε η Νορβηγία. Τελικά η πρώτη συνθήκη διεύρυνσης υπογράφηκε τον Ιανουάριο
του 1972 με την οποία η Βρετανία, η ∆ανία και η Ιρλανδία εντάχθηκαν στις ΕΚ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 την Ευρωπαϊκή Κοινότητα απασχολεί η
περαιτέρω διεύρυνση. Ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχαν κατατεθεί αιτήσεις
συμμετοχής από τρεις Μεσογειακές χώρες, Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία. Η Ελλάδα ήταν
η πρώτη χώρα που είχε αποτελέσει συνδεδεμένο μέλος της Κοινότητας με τη Συμφωνία
Σύνδεσης των Αθηνών στις 9 Ιουλίου 1961. Η συμφωνία όμως ανεστάλη λόγω
επικράτησης της στρατιωτικής δικτατορίας. Για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου η ένταξη
στις Ε.Κ. σήμαινε τόσο οικονομική ενίσχυση όσο και εγγύηση πολιτικής σταθερότητας και
δημοκρατίας. Όπως ρητά προβλεπόταν από τις συνθήκες της ΕΟΚ το δημοκρατικό
σύστημα ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη. ς προς τον οικονομικό
παράγοντα η Κοινότητα υπέγραψε προνομιακές εμπορικές συμφωνίες αλλά η προοπτική
ένταξης κατέστη δυνατή μόνο με την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος. Μόλις έγινε η
αποκατάσταση της δημοκρατίας άνοιξε ο δρόμος για την είσοδο των χωρών στην Ε.Κ. Η
Ελλάδα υπέβαλε ξανά αίτηση το 1975, ένα χρόνο μετά την αποκατάσταση της
δημοκρατίας. Η ένταξη έγινε δυνατή με την υπογραφή συμφωνίας των Αθηνών το 1979, η
οποία επικυρώθηκε ένα μήνα μετά και άρχισε να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1981. Για
πολλά χρόνια όμως πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες εμπόδιζαν την ένταξη της
Ισπανίας και της Πορτογαλίας, γι’ αυτό θα χρειαστούν περίπου οχτώ χρόνια μετά την
αίτηση ένταξής τους για να εισαχθούν στην Κοινότητα. Η υπέρβαση των δυσκολιών για
την ένταξή τους απαιτεί την οργάνωση των κοινοτικών αγορών. Οι συμφωνίες ένταξης
τελικά υπογράφηκαν στις 12 Ιουνίου του 1985 και άρχισαν να ισχύον από την 1η
Ιανουαρίου 1986.
Οι διευρύνσεις έχουν συνδεθεί με την εμβάθυνση. Οι διευρύνσεις του 1970 και του
1980 συνέβαλαν στην ανομοιογένεια των ΕΚ, καθώς η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Ισπανία και
η Πορτογαλία αποσκοπούσαν στην οικονομική βοήθεια της ΕΟΚ. Η αδυναμία των
φτωχότερων κρατών να ακολουθήσουν τα οικονομικά μέτρα οδηγούσε στην αύξηση του
προϋπολογισμού τους πράγμα που δεν ενθουσίαζε τα κράτη του Βορρά που θα έπρεπε να
πληρώσουν για να καλυφθεί η οικονομική διαφορά. Έτσι γεννήθηκε η αρχή της
Κοινοτικής αλληλεγγύης, η οποία απέκτησε μια συγκεκριμένη οικονομική αναφορά, την
πολιτική υποβοήθησης της ανάπτυξης των περιοχών που υπολείπονται σε σχέση με το
μέσο όρο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κάτω από την πίεση πραγματικών αναγκών
ιδρύθηκε το 1975 το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και το 1985
υιοθετήθηκαν τα Ολοκληρωμένα Μεσογειακά Προγράμματα για μια περίοδο επτά ετών
υπέρ των Νοτίων περιοχών της Κοινότητας.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι αποτέλεσμα της περιφερειακής πολιτικής που είχε
σαν σκοπό την άμβλυνση των ανισοτήτων. Στη Σύνοδο της Χάγης υπογράφηκε μια
δέσμευση που αφορούσε την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Βασικό
μέλημα ήταν η δημιουργία κοινών οικονομικών πολιτικών. Ταυτόχρονα τα κράτη-μέλη
συμφώνησαν σε μια σταδιακή προσέγγιση στη νομισματική ένωση.
Η οικονομική και νομισματική Ένωση
Μια δέσμευση που έγινε στη σύνοδο της Χάγης ήταν η δημιουργία της
Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, η οποία θα αποτελούσε την κορύφωση
αλληλένδετων διαδικασιών οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης και την
προώθηση πολιτικής ενοποίησης. Σκοπός ήταν να προετοιμάσει το έδαφος για το κοινό
νόμισμα. Οι οικονομικές και πολιτικές μεταβολές έδωσαν την ευκαιρία στην Επιτροπή να
καταστήσει την Οικονομική και Νομισματική Ένωση βασική προτεραιότητα της
Κοινότητας. Η επιτροπή υπέβαλλε την έκθεσή της τον Οκτώβρη του 1970 και αποτελούσε
τον χάρτη για τη δημιουργία της ΟΝΕ σε τρεις φάσεις ολοκλήρωσης. Η δημιουργία της
ΟΝΕ παραπέμφθηκε από το Συμβούλιο σε μια επιτροπή υπό την προεδρία του Werner. Η
επιτροπή υπέβαλλε την έκθεσή της τον Οκτώβρη του 1970 και αποτελούσε τον χάρτη για
τη δημιουργία της ΟΝΕ σε τρεις φάσεις ολοκλήρωσης. Τα κράτη μέλη συμφώνησαν σε
μια σταδιακή προσέγγιση στη νομισματική ένωση. Αρχικά οι συναλλαγματικές ισοτιμίες
μεταξύ των ευρωπαϊκών νομισμάτων θα καθορίζονταν σε ένα στενό εύρος διακύμανσης κι
έτσι συνδεδεμένα θα διαπραγματεύονταν ελεύθερα σε σχέση με άλλα νομίσματα και είχε
ως σκοπό τη δημιουργία ενός κοινού νομίσματος.
Το νομισματικό φίδι
Με την απόφαση της 21ης Μαρτίου 1971, το Συμβούλιο έθεσε ως στόχο τη
δημιουργία της ΟΝΕ προσδιορίζοντας μόνο τα μέτρα που θα λαμβάνονταν στην πρώτη
φάση. Η διεθνής νομισματική κρίση, η οποία σημειώθηκε οδήγησε σε μια νέα διευθέτηση
που πραγματοποιήθηκε με τη Σμιθσόνια Συμφωνία. Η συμφωνία δημιουργούσε μια ζώνη
διακύμανσης για τα ευρωπαϊκά νομίσματα εύρους 4,5%. Το υψηλό ποσοστό διακύμανσης
θεωρήθηκε ότι θα προκαλούσε προβλήματα στη λειτουργία του ενδοευρωπαϊκού εμπορίου
και θα ευνοούσε τη χρήση του δολαρίου για τις διεθνείς συναλλαγές. Έτσι το Συμβούλιο
αποφάσισε να κινηθεί σε στενότερα όρια συναλλαγματικών διακυμάνσεων. Σχετικά με το
θέμα υποβλήθηκε το σχέδιο Colombo με σκοπό να ανασύρει την ευρωπαϊκή ενοποίηση
από την στασιμότητα και να προσδώσει μια δυναμική με την υιοθέτηση μιας Ευρωπαϊκής
Πράξης. αυτό ονομάστηκε «φίδι στο τούνελ».
Η κρίση του δολαρίου το 1971 οδήγησε τα κράτη να επιβάλουν ελέγχους
προσπαθώντας να κρατηθούν μέσα στο σύστημα. Η πετρελαϊκή κρίση που σημειώθηκε το
1973 οδήγησε σε εκ νέου υποτίμηση του δολαρίου καταλύοντας το σύστημα Woods, ένα
σύστημα σταθερών αλλά αναπροσαρμοζόμενων ισοτιμιών. Έτσι τερματίστηκε μια μακρά
περίοδος ανάπτυξης των ευρωπαϊκών κρατών με αποτέλεσμα η οικονομική σύγκλιση να
σταματήσει να αποτελεί προτεραιότητα για τα κράτη-μέλη. Έτσι άφησαν τα νομίσματα
ελεύθερα έναντι του δολαρίου και των νομισμάτων των άλλων χωρών. Το αποτέλεσμα
ήταν η Γαλλία να αποσύρει το νόμισμά της, όπως είχαν κάνει νωρίτερα η Αγγλία, η ∆ανία
και η Ιταλία. Στη Σύνοδο Κορυφής του Παρισιού το 1972 τα κοινοτικά μέλη επιβεβαίωσαν
το στόχο της ΟΝΕ και ανέλαβαν την υποχρέωση να την πραγματοποιήσουν μέχρι το 1980.
Η αξιοπιστία όμως του συστήματος είχε κλονισθεί. Έτσι όταν η Επιτροπή πρότεινε να
προχωρήσει η Κοινότητα στη δεύτερη φάση της ΟΝΕ το Συμβούλιο ήταν αντίθετο.
Μια νέα πετρελαϊκή κρίση το 1979 αποτέλεσε δυσκολία διαμόρφωσης
συντονισμένων ευρωπαϊκών πολιτικών. Οι περισσότερες κυβερνήσεις προσπαθούσαν να
λύσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα κι έτσι φαίνεται ότι έλλειπε μια κοινή ευρωπαϊκή
προοπτική αντιμετώπισης των δυσχερειών. Μια κατάσταση παρατεταμένης κρίσης που
γνωρίζει η Ευρώπη, ο λεγόμενος στασιμοπληθωρισμός, μαζί με τον έντονο ανταγωνισμό
που αντιμετώπιζαν τα ευρωπαϊκά προϊόντα τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από τις
βιομηχανικές χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού δυσκολεύουν ακόμη
περισσότερο την κατάσταση. Το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα άρχισε να λειτουργεί το
1979 και είχε σαν σκοπό τη δημιουργία μιας ζώνης νομισματικής σταθερότητας στην
Ευρώπη και την ενίσχυση συνεργασίας των κοινοτικών χωρών της νομισματικής
πολιτικής.
Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία
Η Συνθήκη με ειδικό Πρωτόκολλο προδιέγραψε την ανάγκη Σύγκλησης νέας
∆ιακυβερνητικής ∆ιάσκεψης για την επίλυση των θεσμικών θεμάτων τα οποία
αναφέρονται ως «υπόλοιπα του Άμστερνταμ». Η ∆ιάσκεψη της Χάγης ανέθεσε στους
Υπουργούς των Εξωτερικών να μελετήσουν τον καλύτερο τρόπο για την προώθηση του
στόχου της πολιτικής ενοποίησης και να υποβάλουν προτάσεις. Τον Οκτώβριο του 1970
στη Σύνοδο του Λουξεμβούργου οι υπουργοί των Εξωτερικών υιοθέτησαν μία έκθεση, η
οποία τόνιζε τη σημασία της συνεργασίας των κρατών μελών στη σφαίρα της εξωτερικής
πολιτικής με ελάχιστη ανάμειξη της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου. Η ΕΠΣ εξελίχθηκε
αργά και απέκτησε μια συνθήκη ως βάση μόνο με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη στα μέσα
της δεκαετίας του 1980.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τρία είναι τα βασικά θέματα που απασχολούν
την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η περαιτέρω διεύρυνση, το πρόβλημα του προϋπολογισμού και
η αναμόρφωση των θεσμών. Το θέμα της αναμόρφωσης των θεσμών, γινόταν
πιεστικότερο λόγω της διεύρυνσης. Το βασικό σημείο του προβλήματος σχετιζόταν με την
ψηφοφορία στο Συμβούλιο των υπουργών. Το 1981 υποβάλλεται το σχέδιο Genscher-
Colombo, τα βασικά χαρακτηριστικά του οποίου ήταν η ανάπτυξη πολιτικής συνεργασίας,
η οποία θα συνδεόταν με την Κοινότητα μέσω του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και η
διαδικασία ψηφοφορίας, η οποία θα γινόταν με ειδική πλειοψηφία. Τα ζητήματα αυτά
εξετάστηκαν σε μια ∆ιακυβερνητική ∆ιάσκεψη το 1985, η οποία προσέδωσε μια δυναμική
στην Κοινότητα αφού κατέληξε στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1986.
Μια κατάσταση παρατεταμένης κρίσης που γνωρίζει η Ευρώπη, ο
στασιμοπληθωρισμός, αποτέλεσε μια νέα απειλή. Η εκτεταμένη ανεργία και ο υψηλός
ρυθμός αύξησης των τιμών δυσχεραίνει την άσκηση παρεμβατικής οικονομικής πολιτικής.
Ο ανταγωνισμός που αντιμετώπιζαν τα ευρωπαϊκά προϊόντα ήταν οξύτατος τόσο από τις
ΗΠΑ όσο και από τις βιομηχανικές χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού.
Οι λεγόμενες «νέες βιομηχανικές χώρες» της νοτιοανατολικής Ασία συνδύαζαν χαμηλό
εργατικό κόστος, έντονο κρατικό παρεμβατισμό και ενισχύσεις σε επιλεγμένους τομείς της
εξαγωγικής βιομηχανίας.
Ο πόλεμος της Μέσης Ανατολής προκάλεσε μια σημαντική αλλαγή στο ∆ιεθνές
οικονομικό κλίμα. Η πολύ μεγάλη αύξηση των τιμών του πετρελαίου που ακολούθησε τον
πόλεμο οδήγησε τον δυτικό κόσμο σε ύφεση. Προβλήθηκε η ανάγκη για δημιουργία
Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, χωρίς όμως να είναι αρκετό για να βελτιώσει την
κατάσταση. Η εκλογή του Roy Jakins στη θέση του προέδρου της Επιτροπής, μιας
προσωπικότητα που είχε το σθένος να αναμετρηθεί με τους εθνικούς ηγέτες συνέβαλε
στην ολοκλήρωση. στόσο εξωτερικοί παράγοντες συνέβαλαν στην πορεία των
ευρωπαϊκών κρατών. Το 1977 σημειώθηκε πτώση του αμερικάνικου δολαρίου
προκαλώντας σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ο Jenkins είχε ως σκοπό να κινητοποιήσει
την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ώστε να καλυφθεί το κενό. Η πρώτη απόπειρα οικονομικής
και νομισματικής ένωσης δεν πραγματοποιήθηκε εξαιτίας εξωτερικών
χρηματοοικονομικών πιέσεων. Για να αποφευχθούν νέες πιέσεις στο μέλλον η Ευρώπη θα
έπρεπε να δημιουργήσει ένα πλαίσιο που θα προστάτευε το ΕΝΣ. Ο νέος θεσμός
δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του 1978. Το κεντρικό σημείο ήταν ένα νέο νόμισμα, το
ECU, το οποίο θα αποτελούσε το νόμισμα όλων των εσωτερικών συναλλαγών της
Κοινότητας. Υπήρξε μια προσπάθεια περιορισμού των διακυμάνσεων των εθνικών
νομισμάτων όμως αναγνωρίστηκε ότι οι πιέσεις της αγοράς μπορούσαν να επιβάλλουν ένα
επαναπροσδιορισμό. Τα νομίσματα θα μπορούσαν να ανατιμηθούν ή να υποτιμηθούν αλλά
με συλλογικές αποφάσεις.
Η ∆ιεύρυνση της Κοινότητας
Η πρώτη διεύρυνση αποφασίστηκε στο Συμβούλιο της Χάγης. Τα νέα μέλη
(κυρίως η Βρετανία) έφεραν μαζί τους μια περισσότερο επιφυλακτική προσέγγιση στη
διαδικασία λήψης αποφάσεων. Με την πρώτη διεύρυνση ενισχύθηκε ο Συμβιβασμός του
Λουξεμβούργου και η αρχή της ομοφωνίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Στην
προσπάθεια ανανέωσης της πολιτικής βούλησης, υπήρχε ανάγκη συμμετοχής των εθνικών
ηγετών καθώς μόνο αυτοί είχαν την εξουσία να παίρνουν αποφάσεις σχετικά με την
επέκταση του φάσματος των δραστηριοτήτων της Κοινότητας. Έτσι οι σύνοδοι έγιναν
απαραίτητοι και περιόρισαν τη δυνατότητα του Συμβουλίου των Υπουργών να παίρνει
αποφάσεις. Μετατράπηκαν σε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο συνεδρίαζε τρεις φορές το
χρόνο με στόχο να επισκοπεί την Κοινότητα, την Πολιτική Συνεργασία και άλλες
δραστηριότητες. Παράλληλα ορίστηκε ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα εκλεγόταν με
άμεση ψηφοφορία από το 1979, συμβάλλοντας στην εδραίωση της δημοκρατικής
νομιμοποίησης της Κοινότητας και πιέζοντας το Κοινοβούλιο να αποκτήσει μεγαλύτερη
επιρροή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Μετά τις τρεις διευρύνσεις της Κοινότητας άλλαξε το ποσοστό αντιπροσώπευσης
των κρατών – μελών, στην Επιτροπή, στο Συμβούλιο των Υπουργών και στον αριθμό των
μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Τα προβλήματα της διεύρυνσης
Στο πεδίο της ευρωπαϊκής πολιτικής, οι Κοινότητες αντιμετώπιζαν και πάλι την
πρόκληση της διεύρυνσης, αυτή τη φορά από τη νότια Ευρώπη. Για τις χώρες του
ευρωπαϊκού Νότου η ένταξη στις Ε.Κ. σήμαινε τόσο οικονομική ενίσχυση όσο και
εγγύηση πολιτικής σταθερότητας και δημοκρατίας. Ο παράγοντας που καθόρισε την
απόφαση για συμμετοχή ή όχι των κρατών αυτών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ήταν
πολιτικός καθώς και τα τρία κράτη είχαν δικτατορικές κυβερνήσεις. στόσο και τα
οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι χώρες, επηρέασαν την οποιαδήποτε πορεία
συνεργασίας. Μετά από κάποια χρόνια διαπραγματεύσεων τελικά η Ελλάδα γίνεται μέλος
της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το 1981. Μετά από χρόνιες καθυστερήσεις εντάχθηκαν και οι
άλλες δύο Ισπανία και Πορτογαλία. Η διεύρυνση όμως δημιούργησε χάσμα μεταξύ των
προηγμένων και των υπό ανάπτυξη χωρών. Το οικονομικό χάσμα μεταξύ πλουσιότερων
και φτωχότερων κρατών της Κοινότητας δημιούργησε ένα εμπόδιο στην εφαρμογή της
Ενιαίας Αγοράς. Η αδυναμία των φτωχότερων κρατών να ακολουθήσουν τα οικονομικά
μέτρα οδηγούσε στην αύξηση του προϋπολογισμού τους πράγμα που δεν ενθουσίαζε τα
κράτη του Βορρά που θα έπρεπε να πληρώσουν για να καλυφθεί η οικονομική διαφορά.
Κάτω από την πίεση πραγματικών αναγκών στο πλαίσιο μιας αναπτυσσόμενης
αλληλεγγύης οδήγησε στην υιοθέτηση των Ολοκληρωμένων Μεσογειακών
Προγραμμάτων υπέρ των Νοτίων περιοχών της Κοινότητας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6Ο
Η ΕΝΙΑΙΑ ΑΓΟΡΑ
Μετά την πρόσκαιρη αποτελμάτωση της, η ενοποιητική διαδικασία ανακτά τη
δυναμική της χάρη σε ορισμένους παράγοντες: την ανάληψη από τη Γαλλία και τη
Γερμανία του κατευθυντήριου ρόλου και την υιοθέτηση της ευρωπαϊκής επιλογής, τον
επιθετικό ανταγωνισμό των ΗΠΑ και την ανάληψη της προεδρίας από τον Jacques Delors,
ο οποίος έθεσε στόχο της κοινότητας τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς.
Από την υπογραφή των συνθηκών στη Ρώμη έως την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
υπογράφηκαν και άλλες διατάξεις. Οι σύνοδοι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του
Φονταιμπλώ και του Μιλάνου σηματοδοτούν τη θέση του ενοποιητικού εγχειρήματος σε
εξελικτική τροχιά. Στη σύνοδο του Φονταιμπλώ ο γάλλος πρόεδρος Μιτεράν με τη
βοήθεια του γερμανού καγκελάριου Κολ επιτυγχάνει την υιοθέτηση μέτρων
εξομαλύνοντας το έδαφος για την ανάληψη πρωτοβουλίας, η οποία θα επιτάχυνε την
συσσωματική διαδικασία. Μεταξύ άλλων αποφασίστηκε η συγκρότηση μιας επιτροπής
εμπειρογνωμόνων που την αποτελούσαν προσωπικοί εκπρόσωποι των αρχηγών κρατών
και κυβερνήσεων και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της οποίας την προεδρία
θα αναλάμβανε ο Dooge.
Η επιτροπή Dooge υπέβαλε την τελική της έκθεση με προτάσεις που
περιελάμβαναν τη δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς, την ενίσχυση του ευρωπαϊκού
Νομισματικού Συστήματος και τη βελτίωση της Ευρωπαϊκής πολιτικής Συνεργασίας.
Σχετικά με τους θεσμούς και τις διαδικασίες προτείνει συχνότερη χρήση του κανόνα της
πλειοψηφίας στο Συμβούλιο Υπουργών και εφαρμογή της ομοφωνίας σε ορισμένες
περιπτώσεις, παροχή ψήφου εμπιστοσύνης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς την
Επιτροπή κατά την έναρξη της θητείας της και δικαίωμα συναπόφασης του Συμβουλίου
και του Κοινοβουλίου.
Η έκθεση της επιτροπής Dooge εξετάστηκε στη Σύνοδο του Μιλάνου. Για την
ταχύτερη ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς σημαντική ήταν η Λευκή Βίβλος της
Επιτροπής, η οποία προσδιόριζε νομοθετικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για τη
δημιουργία ενιαίας αγοράς με άρση φυσικών, τεχνικών και δασμολογικών φραγμών στη
διεξαγωγή του εμπορίου. Το Συμβούλιο του Μιλάνου ενέκρινε τα δύο κείμενα για τους
θεσμούς και την ενιαία αγορά, που είχαν προηγηθεί την απόφαση Dijon, η οποία
προέβλεπε ότι ένα προϊόν νομίμως παραγόμενο και διατιθέμενο από ένα κράτος μπορούσε
να εισαχθεί σε ένα άλλο χωρίς περιορισμούς και τη συμφωνία Σένγκεν, η οποία προέβλεπε
την σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα. ως βάση για την αναθεώρηση
για τη Συνθήκη της Ρώμης και αποφάσισε τη σύγκληση μιας διακυβερνητικής διάσκεψης
για την πραγματοποίηση της αναθεώρησης αυτής.
Στη Σύνοδο του Μιλάνου εγκρίνονται τα δύο κείμενα για τους θεσμούς και την
ενιαία αγορά. ενώ τα κράτη – μέλη αναγνώρισαν ότι έπρεπε να μεταβληθούν οι
διαδικασίες λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο της Κοινότητας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
επιβεβαίωσε ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για όλες τις σημαντικές αποφάσεις, ενώ
αποφασίστηκε η θέσπιση μιας ∆ιακυβερνητικής ∆ιάσκεψης (∆∆), η οποία θα αναλάμβανε
τη διαπραγμάτευση και την προετοιμασία της αναθεώρησης των συνθηκών και η οποία
τελείωσε τις εργασίες της με την υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (ΕΕΠ).
Έτσι γεννήθηκε το θέμα της αναμόρφωσης των θεσμών. Το μόνιμο θέμα της
Κοινότητας ήταν η ψηφοφορία στο Συμβούλιο των Υπουργών. Σε μία Κοινότητα έξι μόνο
μελών οι μέθοδοι ψηφοφορίας δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικές. ∆εν ισχύει το ίδιο όταν μία
Κοινότητα απαρτίζεται από δώδεκα μέλη. Το 1981 η Γαλλία προτείνει ένα σχέδιο με
βασικά χαρακτηριστικά την ανάπτυξη της πολιτικής συνεργασίας, η οποία θα συνδεόταν
με την Κοινότητα μέσω του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και η διαδικασία ψηφοφορίας, η
οποία θα γινόταν με ειδική πλειοψηφία Τα ζητήματα αυτά εξετάστηκαν σε μια
∆ιακυβερνητική ∆ιάσκεψη το 1985. Τα κράτη – μέλη αναγνώρισαν ότι έπρεπε να
μεταβληθούν οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο της Κοινότητας. Το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι αναλαμβάνει την ευθύνη για όλες τις σημαντικές
αποφάσεις, ενώ αποφασίστηκε η θέσπιση μιας ∆ιακυβερνητικής ∆ιάσκεψης (∆∆), η οποία
θα αναλάμβανε τη διαπραγμάτευση και την προετοιμασία της αναθεώρησης των
συνθηκών και η οποία τελείωσε τις εργασίες της με την υπογραφή της Ενιαίας
Ευρωπαϊκής Πράξης (ΕΕΠ). Προσθήκες και τροποποιήσεις των ιδρυτικών συνθηκών
όρισαν την επέκταση της ειδικής πλειοψηφίας, την εξουσιοδότηση του Συμβουλίου για
την ίδρυση ενός πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και τον προσδιορισμό της 31ης ∆εκεμβρίου
1992 ως καταληκτικού χρονικού ορίου για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς.
Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη
Η προσπάθεια ενίσχυσης της διεθνούς οικονομικής θέσης της ∆υτικής Ευρώπης
συνδυάστηκε με μια αντίστοιχη προσπάθεια να βελτιωθεί το θεσμικό σύστημα των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τα κύρια ζητήματα που κυριάρχησαν στις διαπραγματεύσεις
αυτές ήταν η διεύρυνση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τις αιτήσεις συμμετοχής νέων
χωρών, για την οποία απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι
ιδιαίτερες απαιτήσεις της Βρετανίας, οι οποίες την έφερναν σε προστριβές με τις ΕΚ και η
θεσμική ρύθμιση που ήταν αναγκαία λόγω της διεύρυνσης. Προσθήκες και τροποποιήσεις
των ιδρυτικών συνθηκών από τις οποίες οι κυριότερες ήταν: η επέκταση της ειδικής
πλειοψηφίας, η εξουσιοδότηση του Συμβουλίου για την ίδρυση ενός πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου, ο προσδιορισμός της 31ης ∆εκεμβρίου 1992 ως καταληκτικού χρονικού ορίου
για την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς. Περιελάμβανε μικρό αριθμό κοινών διατάξεων
και ρύθμιζε την ευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία. Ο όρος Ενιαία προσδίδει στο κείμενο
χαρακτήρα συνεκτικότητας και το οποίο έπρεπε να γίνει αποδεκτό σε όλες τις διατάξεις.
Το κείμενο απέβλεπε στη διατήρηση μιας ισορροπίας που θα το έκανε αποδεκτό από τα
κράτη – μέλη.
Η δρομολόγηση της Ενιαίας Αγοράς
Η προώθηση της Ενιαίας Αγοράς είχε άμεση εξάρτηση από τη ρύθμιση των
ζητημάτων της ΚΑΠ και του κοινοτικού προϋπολογισμού. Τα αυξανόμενα ελλείμματα του
προϋπολογισμού καλύπτονταν με έκτακτες εισφορές ενώ η ΚΑΠ απορροφούσε μεγάλο
ποσοστό του προϋπολογισμού. Έτσι η αύξηση των πόρων του προϋπολογισμού και ο
περιορισμός του κόστους της ΚΑΠ αποτελούσαν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την
επιτυχία της ΕΕΠ.
Στην πορεία έγινε σαφές ότι τα έσοδα της Κοινότητας ήταν ανεπαρκή για τη
χρηματοδότηση των υφιστάμενων και των νέων πολιτικών της. Αναγκαία προϋπόθεση
ήταν η ρύθμιση των ζητημάτων της ΚΑΠ και του κοινοτικού προϋπολογισμού. Ένα
σημαντικό εμπόδιο για την εφαρμογή της ΕΕΑ ήταν το οικονομικό χάσμα μεταξύ
πλουσιότερων και φτωχότερων κρατών της Κοινότητας. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η
διαφορά έπρεπε να ρυθμιστούν ζητήματα της ΚΑΠ και του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Την περίοδο του 1985 τα πλεονάσματα των γεωργικών προϊόντων εξακολούθησαν να
συσσωρεύονται με αποτέλεσμα η ΚΑΠ να απορροφά το 60% του προϋπολογισμού. Άρα η
επιτυχία της ΕΕΠ είχε άμεση σχέση με τον περιορισμό του κόστους της ΚΑΠ και την
αύξηση των πόρων του προϋπολογισμού. Επιβλήθηκε από την Επιτροπή ένα σχέδιο που
έγινε γνωστό ως πακέτο Delors Ι και αποσκοπούσε στον περιορισμό των υπερβάσεων με
σκοπό τη μείωση των δαπανών της ΚΑΠ. Στο σχέδιο προτείνονταν δύο κατηγορίες
μέτρων. Τα πρώτα αποσκοπούσαν στον περιορισμό των υπερβάσεων και απέβλεπαν στη
μείωση των δαπανών της ΚΑΠ και τα δεύτερα αναφέρονταν στη χρηματοδότηση της
οικονομικής συνοχής. Στόχος του σχεδίου ήταν να συνδυάσει τη δημοσιονομική πειθαρχία
με την αύξηση των πόρων που ήταν αναγκαίοι για μια πολιτική που θα
επαναδραστηριοποιούσε και θα επιτάχυνε τους μηχανισμούς ολοκλήρωσης.
Το σχέδιο Delors προκάλεσε αντιδράσεις. Τελικά τα κράτη – μέλη συμφώνησαν
για τη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ και τη χρηματοδότηση της κοινότητας από τα πλουσιότερα
κράτη του Βορρά.
Η δρομολόγηση της ενιαίας αγοράς ενίσχυσε τη δυναμική της οικονομικής και
Νομισματικής Ένωσης. Παρά τις αντιρρήσεις της Βρετανίας και τις επιφυλάξεις της
Γερμανίας, η λογική της δημιουργίας ενός ενιαίου νομισματικού συστήματος για την
απελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς συντέλεσε στην απόφαση των 12 για την εκπόνηση
του σχεδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Η ΟΝΕ αποτελούσε
παλαιό στόχο της κοινότητας. Ο στόχος της είχε διατυπωθεί για πρώτη φορά στη
συνάντηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Χάγη το 1969. Η γενική αναφορά στο στόχο
της Ένωσης υπάρχει και στο προοίμιο της ΕΕΠ. Οι συγκεκριμένες παράμετροι που
ορίζουν την οικονομική ένωση των χωρών της Κοινότητας αποκρυσταλλώθηκαν τρία
χρόνια αργότερα, το 1989, στην αναφορά για την ΟΝΕ της Επιτροπής με Πρόεδρο τον J.
Delors, η οποία έθεσε τις βάσεις για τη συμφωνία για την ΟΝΕ στο πλαίσιο της
∆ιακυβερνητικής ∆ιάσκεψης και τελικά της Συνθήκης για τη Ευρωπαϊκή Ένωση
(ΣΕΕ,1992). Πρόκειται για τη συνθήκη που έγινε ευρύτερα γνωστή ως Συνθήκη του
Μάαστριχτ. Το θέμα της μορφής και της οικονομικής νομισματικής ενοποίησης ανατέθηκε
στην επιτροπή Delors με στόχο την εκπόνηση μελέτης διαδοχικών σταδίων έως την
ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Όλα τα κράτη - μέλη έπρεπε να
μετέχουν στο μηχανισμό των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, να προχωρήσουν στην ίδρυση
της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και να μεταβιβαστούν όλες οι οικονομικές και
νομισματικές αρμοδιότητες στην Κοινότητα.
Στην έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου των Βρυξελλών έγινε επίτευξη της
συμφωνίας για τη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ και τη χρηματοδότηση της Κοινότητας.
Υιοθετήθηκε το πακέτο Delors από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών
σηματοδοτώντας την αρχή μιας νέας εποχής για τον κοινοτικό προϋπολογισμό και τη
διαρθρωτική πολιτική της Κοινότητας. Συμφωνήθηκε προοδευτική αύξηση των δαπανών
του Ακαθάριστου Κοινοτικού Προϊόντος, μεταβολή της σύνθεσης των δαπανών του
προϋπολογισμού εις βάρος της ΚΑΠ και υπέρ των διαρθρωτικών ταμείων και ιδιαίτερα
του Περιφερειακού και προσθήκη ενός τέταρτου ίδιου πόρου στον προϋπολογισμό, του
οποίου τα έσοδα προέρχονταν από τα κράτη-μέλη βάσει του ΑΕΠ.
Το σχέδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ενοποίησης
Το θέμα της μορφής και της οικονομικής νομισματικής ενοποίησης ανατέθηκε
στην επιτροπή Delors με στόχο την εκπόνηση μελέτης καταγραφής διαδοχικών σταδίων
έως την ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης: α) όλα τα κράτη - μέλη
έπρεπε να μετέχουν στο μηχανισμό των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών. β) πραγματοποίηση
εναρμόνισης των νομισματικών πολιτικών των κρατών μελών και ίδρυση της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας. γ) μεταβίβαση όλων των οικονομικών και νομισματικών
αρμοδιοτήτων στην Κοινότητα και προσδιορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών τις
οποίες θα ακολουθούσε η δημιουργία του κοινού νομίσματος. Για τη δημιουργία της ΟΝΕ
έπρεπε να αναθεωρήσουν τη Συνθήκη της Ρώμης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7Ο
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡ ΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡ ΠΑΪΚΗ ΈΝ ΣΗ
Στη διεθνή πολιτική μέχρι και τις αρχές του ’80 οι ευρωπαϊκές χώρες παρέμεναν
εγκλωβισμένες στη λογική του διπολισμού. Με την άνοδο του Γκορμπατσόφ στα μέσα της
δεκαετίας, το διεθνές περιβάλλον άρχισε να μεταβάλλεται και να διαφαίνεται σιγά-σιγά η
δυνατότητα ανάδειξης της Ευρώπης ως ενός σημαντικού παράγοντα στη διεθνή σκηνή. Η
αποσύνθεση και η κατάρρευση της Σοβιετικής δύναμης αιφνιδίασε τους ∆υτικούς ηγέτες.
Η εξάλειψη της απειλής με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού
αποτελούσε ένα κίνητρο για την επαναλειτουργία της διαλεκτικής μεταξύ της εμβάθυνσης
και διεύρυνσης. ∆ημιουργήθηκε η ανάγκη ενοποίησης και της υπόλοιπης Ευρώπης
προκειμένου να αποτραπεί η χάραξη ενός συνόρου που θα χώριζε την Ευρώπη σε δύο
αντίθετα τμήματα, της ανέχειας, της ανασφάλειας, της αστάθειας και του πολέμου από τη
μια μεριά και της ευημερίας, της ασφάλειας, της σταθερότητας και της ειρήνης από την
άλλη. Έτσι η κοινότητα κινήθηκε προς την επίσπευση της πολιτικής ένωσης με τη
χειραγώγηση των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης κατά την
πραγματοποίηση εγκαθίδρυσης φιλελεύθερης δημοκρατίας, οικονομίας αγοράς και
κοινωνίας πολιτών με την συνδρομή της κοινότητας.
Οι απογοητεύσεις από την ΕΕΠ για την οποία πίστευαν ότι δεν προωθούσε
επαρκώς τη διαδικασία ολοκλήρωσης αλλά και κάποιοι εξωτερικοί και εσωτερικοί
παράγοντες οδήγησαν σε περαιτέρω ολοκλήρωση.
α) εξωτερικοί παράγοντες προέκυψαν από τη διάλυση του κομμουνιστικού μπλοκ. Η
εξάλειψη της απειλής με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού αποτελούσε ένα
κίνητρο για την επαναλειτουργία της διαλεκτικής μεταξύ της εμβάθυνσης και διεύρυνσης.
∆ημιουργήθηκε η ανάγκη ενοποίησης και της υπόλοιπης Ευρώπης προκειμένου να
αποτραπεί η χάραξη ενός συνόρου που θα χώριζε την Ευρώπη σε δύο αντίθετα τμήματα,
της ανέχειας, της ανασφάλειας, της αστάθειας και του πολέμου από τη μια μεριά και της
ευημερίας, της ασφάλειας, της σταθερότητας και της ειρήνης από την άλλη. Έτσι η
κοινότητα κινήθηκε προς την επίσπευση της πολιτικής ένωσης με τη χειραγώγηση των
χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης κατά την πραγματοποίηση εγκαθίδρυσης
φιλελεύθερης δημοκρατίας, οικονομίας αγοράς και κοινωνίας πολιτών με την συνδρομή
της κοινότητας.
Η ένωση της Γερμανίας αποτελούσε τη μεγαλύτερη πρόκληση για την κοινότητα
δημιουργώντας ερωτηματικά σχετικά με το μελλοντικό ρόλο της Γερμανίας στο πλαίσιο
της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Υπήρχε ο φόβος κυριαρχίας της Γερμανίας στην Ευρώπη,
φόβος τον οποίο προσπάθησε να διαλύσει ο καγκελάριος Κολ.
Η ανάδειξη φιλελεύθερων δημοκρατικών κρατών με οικονομίες βασισμένες στην
αγορά δημιούργησαν το ενδεχόμενο η Κοινότητα να ασχολείται με πανευρωπαϊκά
προβλήματα. Γι’ αυτό η κοινότητα θα έπρεπε να ενοποιηθεί και να ενισχυθεί ώστε να
μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τις προκλήσεις της μεταβαλλόμενης Ευρώπης. Η όλη
διαδικασία οδήγησε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία
τελικά υπογράφτηκε το 1992. Οι παράγοντες που επηρεάζουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
μετά την υπογραφή της Ε.Ε.Π ήταν η δέσμευση της εφαρμογής της Ενιαίας αγοράς.
Παράγοντες εσωτερικής και εξωτερικής φύσεως συνδέονταν με την ώθηση για
ολοκλήρωση. Πολλά κράτη συνειδητοποίησαν ότι θα αποκομίζονταν πλήρη οφέλη της
Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς μόνο όταν θα λαμβάνονταν μέτρα για την επίτευξη της
Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Το νέο νόμισμα θεωρούνταν απαραίτητο
για την εξάλειψη στρεβλώσεων στις εμπορικές συναλλαγές, το οποίο θα δημιουργούσε
σταθερότερες συνθήκες. Γινόταν αποδεκτή η αναγκαιότητα μιας κοινωνικής διάστασης
που θα εξομάλυνε και θα αντιστάθμιζε ορισμένες από τις συνέπειες της φιλελεύθερης
αγοράς. Η κατάργηση συνοριακών ελέγχων δημιουργούσε πιέσεις για τη λειτουργία σε
κοινοτικό επίπεδο νέων και σημαντικά βελτιωμένων μηχανισμών για την αντιμετώπιση
προβλημάτων. Το δημοκρατικό έλλειμμα άρχισε να θεωρείται πολύ σημαντικό καθώς η
κοινότητα είχε αναλάβει πολλές αρμοδιότητες σε ευρύ φάσμα πολιτικής αλλά και σε ένα
πολιτικό πλαίσιο στο οποίο οι υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων δεν ήταν δημοκρατικά
υπόλογοι.
Η συμφωνία Γαλλίας και Γερμανίας για την ΟΝΕ έθεσε σε κίνηση τον προωθητικό
μηχανισμό της ολοκλήρωσης. Ο γερμανός καγκελάριος επιθυμούσε την ένταξη της
Γερμανίας στην Ευρώπη καθησυχάζοντας έτσι όσους ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο
μιας Ευρώπης κάτω από Γερμανική στέγη. Έτσι επιτράπηκε η θεσμική αλλαγή της
κοινότητας και μάλιστα σε μια εποχή όπου η ευρωπαϊκή κοινότητα εύρισκε τρόπους να
επιτρέπει τη συμμετοχή τρίτων κρατών στην ενοποιητική διαδικασία.
Στις 20 Απριλίου ο γερμανός καγκελάριος Κολ και ο γάλλος πρόεδρος Μιττεράντ
σε μια κοινή επιστολή τους προς τον Ιρλανδό πρωθυπουργό Haughey υπογράμμιζαν την
ανάγκη επιτάχυνσης της πολιτικής οικοδόμησης των δώδεκα και ότι είχε έρθει η στιγμή
για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ζήτησαν λοιπόν από το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες ώστε να συγκληθεί μια διάσκεψη για την
πολιτική ένωση με βασικούς σκοπούς την ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας και
της αποτελεσματικότητας των κοινοτικών θεσμών, τη διασφάλιση συνοχής στο
οικονομικό, νομισματικό και πολιτικό πεδίο και στη θέσπιση κοινής εξωτερικής πολιτικής
και ασφάλειας.
Η διακυβερνητική για την Πολιτική Ένωση δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη.
Εξωτερικοί παράγοντες, όπως η έξαρση του μικρο-εθνικισμού, η επίδραση στη συνοχή
των κρατικών δομών, ο πόλεμος του Κόλπου στην Κορέα, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας
και η επικείμενη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης δημιούργησαν την ανάγκη μιας
κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας των ∆ώδεκα που θα έδινε τη
δυνατότητα στη δημιουργούμενη Ένωση να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στη διεθνή
σκηνή. Σημειώθηκε αντίδραση από τη Βρετανία και τη Γαλλία, οι οποίες δεν επιθυμούσαν
την επέκταση της κοινοτικής αρμοδιότητας στα ευαίσθητα πεδία της εξωτερικής πολιτικής
και των εσωτερικών υποθέσεων έτσι προτάθηκε η λύση των τριών πυλώνων για την
άσκηση της πολιτικής στα πεδία αυτά.
Σχετικά με την άμυνα και την ασφάλεια υπήρξε διαμάχη μεταξύ Ευρωπαϊστών και
Ατλαντιστών από τους οποίους οι πρώτοι είχαν ταχθεί υπέρ της δημιουργίας ευρωπαϊκής
αμυντικής ταυτότητας και της περίληψης της ρήτρας αμοιβαίας βοήθειας ενώ οι δεύτεροι
υποστήριζαν ότι η ευρωπαϊκή άμυνα έπρεπε να παραμείνει στην αρμοδιότητα του ΝΑΤΟ.
Το αποτέλεσμα ήταν μια συμβιβαστική λύση.
Ακούστηκαν διαφορετικές απόψεις και δημιουργήθηκαν πολλές αντιδράσεις
αναφορικά με τη χρονική διάρκεια των σταδίων της ΟΝΕ. Πολλές χώρες είχαν τις
επιφυλάξεις τους. Ο τελικός συμβιβασμός προέβλεπε τη δημιουργία της ΟΝΕ σε τρία
στάδια και έδινε τη δυνατότητα στις χώρες να μην συμμετέχουν στο τρίτο στάδιο που
προέβλεπε την αντικατάσταση των νομισμάτων τους από το ενιαίο νόμισμα.
Παραχωρήσεις οι οποίες έγιναν απ’ όλες τις πλευρές οδήγησαν στη συνθήκη για
την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, η οποία υπογράφηκε στο Μάαστριχτ το 1992. Στοχεύει στην
προώθηση της κοινωνικής και οικονομικής προόδου, στην εφαρμογή μιας κοινής
εξωτερικής πολιτικής και μιας πολιτικής ασφάλειας. Έθεσε τις κύριες παραμέτρους για
την Οικονομική και Νομισματική Ένωση και κατά συνέπεια, οι χώρες της Κοινότητας
προχωρούν πέρα από την παγίωση της εσωτερικής αγοράς. Στη δημιουργία μιας συνολικά
ενοποιημένης οικονομίας αναδιαμορφώνουν τις οργανωτικές διαστάσεις της Κοινότητας
αλλά και ορισμένων άλλων πεδίων πολιτικής των μεταξύ τους σχέσεων, βάσει ενός
φιλόδοξου θεσμικού σχεδίου.
Τελικά η Συνθήκη του Μάαστριχτ αξιοποιώντας το ευνοϊκό κλίμα που είχε
δημιουργήσει η ΕΕΠ για τη διαδικασία της ολοκλήρωσης την προώθησε με δύο τρόπους:
α) ∆ημιούργησε ένα νέο οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ένα σύνθετο θεσμικό
οικοδόμημα το οποίο βασιζόταν σε τρεις πυλώνες : i) τις κοινοτικές διατάξεις και τις
διατάξεις για την ΟΝΕ ii) την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική Ασφάλειας, iii)
τη Συνεργασία στους τομείς της ∆ικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων. β)
Προώθησε τη θεσμική εμβάθυνση.
Οι κυριότερες αδυναμίες της Συνθήκης του Μάαστριχτ
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ δημιούργησε την εντύπωση ότι εξελισσόταν ερήμην
των λαών κατευθυνόμενο από μια ανεύθυνη γραφειοκρατία στις Βρυξέλλες που διέθετε
μεγάλες εξουσίες και τις ασκούσε ανεξέλεγκτα ακολουθώντας αδιαφανείς μεθόδους. Οι
λόγοι που οδήγησαν στις αντιδράσεις ήταν α) ο εξαιρετικά σύνθετος χαρακτήρας της λόγω
της ρύθμισης πολλών και ετερογενών θεμάτων. β) οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του
τελικού κειμένου της για τον συγκερασμό διισταμένων συμφερόντων που οδήγησαν σε
ασαφείς διατυπώσεις και σε ρήτρες διαφυγής που υπονόμευαν τη συνοχή της. γ) η
ακατανόητη γλώσσα της στο ευρύ κοινό. δ) η ενασχόλησή της σε τομείς ευαίσθητους από
άποψη εθνικής κυριαρχίας και ταυτότητας. ε) Η οικονομική ύφεση, η αύξηση της
ανεργίας, η αδυναμία της Ευρώπης να παρέμβει αποφασιστικά στη γιουγκοσλαβική
διένεξη, οι συναλλαγματικές κρίσεις και οι διαφωνίες που ανακύψει σχετικά με τα
προβλήματα κατά τις διαπραγματεύσεις του κύκλου της Ουρουγουάης. στ) Σε μερικές
χώρες η επικύρωση της συνθήκης προέβλεπε την προηγούμενη αναθεώρηση των
συνταγμάτων τους προκειμένου να εναρμονισθούν με τις διατάξεις της ενώ άλλες χώρες
επέλεξαν τη λύση της διεξαγωγής δημοψηφίσματος το αποτέλεσμα του οποίου θα
εξαρτούσε την επικύρωση της Συνθήκης. Αυτό προκάλεσε πολλές προστριβές στη ∆ανία
όπου κατέληξε με την αποδοχή της Συνθήκης αφού εξασφάλισε ότι δεν θα συμμετάσχει
στην τρίτη φάση της ΟΝΕ. Στη Γαλλία το δημοψήφισμα κατέληξε σε 51% αποδοχής του
Μάαστριχτ πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε τη διαίρεση της Γαλλίας.
Η επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ από τη Βρετανία και τη Γερμανία έγινε
στη Βουλή όπου δημιουργήθηκαν έντονες αντιδράσεις. Η μικρή νίκη των Συντηρητικών
στις εθνικές εκλογές της Βρετανίας αύξανε τη δυνατότητα απόρριψης της Συνθήκης του
Μάαστριχτ εξάλλου το εργατικό κόμμα παρά την φιλευρωπαϊκή του στάση εξέφραζε
κάποιες για την εξαίρεση της Βρετανίας από το κεφάλαιο της κοινωνικής πολιτικής με
αποτέλεσμα η έκβαση της συνθήκης να είναι αβέβαιη. Η απειλή του Major για διάλυση
της Βουλής οδήγησε στην επικύρωση της Συνθήκης. Στη Γερμανία υπήρχε μια αντίδραση
κατά του ECU, η αντιπολίτευση πίεζε την κυβέρνηση να συμβουλευθεί τη βουλή πριν τη
μετάβαση στην τρίτη φάση της ΟΝΕ, οι παρισινοί επέμεναν για επαναδιαπραγμάτευση της
Συνθήκης ενώ τα ομόσπονδα κρατίδια απειλούσαν για μη επικύρωση της συνθήκης αν δεν
διασφάλιζαν μελλοντική συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων. Μετά την αναθεώρηση
του συντάγματος του 1992, το οποίο περιείχε εγγυήσεις που ζητούσαν τα ομόσπονδα
κρατίδια κύρωσαν τη συνθήκη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8Ο
ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ ΣΤΗ ΝΙΚΑΙΑ
Η τέταρτη διεύρυνση
Παρά τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η Κοινότητα, η ακτινοβολία της παρέμενε
μεγάλη. Το τέλος του Ψυχρού πολέμου επέτρεψε σε κράτη που ασκούσαν εξωτερική
πολιτική ίσων αποστάσεων να υποβάλλουν αίτηση ένταξης στην Κοινότητα. Έτσι η
Αυστρία, η Σουηδία, η Φιλανδία και η Νορβηγία (για δεύτερη φορά) υπέβαλαν αίτηση
ένταξης. Το Συμβούλιο της Λισσαβώνας το 1992 προσδιόρισε τους όρους ένταξης των
κρατών διευκρινίζοντας ότι τα υποψήφια μέλη θα έπρεπε να αποδεχτούν τη Συνθήκη του
Μάαστριχτ και το κοινοτικό κατακτημένο. Οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν την
Άνοιξη του 1994 και η υπογραφή των συμφωνιών ένταξης έγινε στην Κέρκυρα 24
Ιουνίου 1994 κατά τη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Οι τρεις χώρες, Αυστρία,
Σουηδία και Φιλανδία, επικύρωσαν τη συμμετοχή τους, ενώ η Νορβηγία απέρριψε για
δεύτερη φορά τη συμμετοχή της στην Ένωση. Οι συμφωνίες ένταξης τέθηκαν σε
εφαρμογή από την 1η Ιανουαρίου 1995 αυξάνοντας τον αριθμό των μελών της Ευρωπαϊκής
Ένωσης από 12 σε 15.
Η ένταξη των τριών νέων μελών στην Ένωση το 1995 (Αυστρία, Σουηδία,
Φιλανδία) μετέβαλε την αριθμητική σύνθεση των ευρωπαϊκών οργάνων και αύξησε τον
αριθμό των ψήφων κωλύουσας μειοψηφίας σε 62 έναντι 87. Η αριθμητική αυτή
αναπροσαρμογή για τη λήψη των αποφάσεων δημιούργησε ένα πρόβλημα. Η Βρετανία και
η Ισπανία ήθελαν να περιορίσουν τον αριθμό των ψήφων που συγκροτούν τη μειοψηφία
προκειμένου μια ομάδα κρατών να μπορεί να εμποδίσει τη λήψη αποφάσεων. Τελικά η
κωλύουσα μειοψηφία παραμένει στις 26 ψήφους ενώ το Συμβούλιο δεσμεύεται ότι αν οι
αρνητικοί ψήφοι είναι από 23 έως 25 θα φροντίσει να φτάσει σε ικανοποιητική λύση.
Παράλληλα αυξήθηκαν τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τα μέλη της
Επιτροπής έγιναν 20. Με την αύξηση των κρατών μελών σε 15 και την επικείμενη ένταξη
ενός μεγάλου αριθμού χωρών ΚΑΕ, ένα νέο πλαίσιο ολοκλήρωσης δεν ήταν μόνο
επιτακτικό για την περαιτέρω διεύρυνση, αλλά και απαραίτητο για την επιβίωση της ίδιας
της ΕΕ. Μέσα στη λογική αυτή της διατήρησης της συνοχής της ΕΕ και της αποφυγής των
περιπλοκών εντάσσονται και οι αυξημένες προϋποθέσεις ένταξης που τέθηκαν στις χώρες
ΚΑΕ, καθώς επίσης και η απαίτηση οι χώρες αυτές να φτάσουν σε κάποια επίπεδα
νομοθετικής σύγκλισης πριν καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις ένταξης.
Η Συνθήκη του Άμστερνταμ
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ίδια η Συνθήκη περιελάμβανε διάταξη για αναθεώρησή
της με ∆ιακυβερνητική ∆ιάσκεψη που θα έπρεπε να συγκληθεί το 1996, μέσα σε σύντομο
διάστημα από την έναρξη εφαρμογής της Συνθήκης. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτήν την
ανάγκη αναθεώρησης ήταν τόσο οικονομικοί όσο και πολιτικοί. O θεωρητικός
χαρακτήρας της διάσκεψης απέκλειε τη ρύθμιση μιας σειράς ζητημάτων που η
αντιμετώπισή τους είχε καταστεί αναγκαία. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν η ΟΝΕ, η
ολοκλήρωση της Εσωτερικής Αγοράς, η αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικός Πολιτικής
και ορισμένες πολιτικές με έντονο αντίκτυπο.
Η Συνθήκη του Άμστερνταμ απλοποίησε τη διαδικασία της συναπόφασης, την
επέκτεινε σε περισσότερους τομείς και καθόρισε ισοδύναμο το ρόλο για το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο στο διορισμό του Προέδρου της Επιτροπής. Ενισχύει σημαντικά το ρόλο του
προέδρου της Επιτροπής με την παροχή της δυνατότητας μιας πιο ουσιαστικής
συμμετοχής στην επιλογή των Επιτρόπων και την κατανομή των χαρτοφυλακίων.
Προσδίδει κάποια υπερεθνικά στοιχεία στην κυρίαρχη διακυβερνητική ΚΕΠΠΑ,
στοχεύοντας στην ενίσχυση της αξιοπιστίας της, στη συνοχή και στην
αποτελεσματικότητά της.
Η Συνθήκη του Άμστερνταμ όρισε τις προδιαγραφές για τη συμμετοχή των
κρατών-μελών στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ, πράγμα το οποίο σήμαινε οικονομική σύγκλιση.
Την 1η Ιουλίου 1998 ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία αντικατέστησε το
Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο και είχε την ευθύνη του σχεδιασμού και της άσκησης
της ενιαίας νομισματικής πολιτικής.
Η Συνθήκη της Νίκαιας
Η ∆ιακυβερνητική ∆ιάσκεψη που άρχισε τις εργασίες της στις Βρυξέλλες
επεξεργάστηκε τις αλλαγές στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, κατέληξε σε μια Συνθήκη που
τελικά υπογράφτηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 2001 στο Συμβούλιο της Νίκαιας. Η νέα
συνθήκη έδωσε κάποιες λύσεις σε τεχνικά ζητήματα που φορούσαν την προσαρμογή της
Ένωσης ενόψει της διεύρυνσής της με νέα μέλη αφήνοντας όμως αναπάντητα πολλά
ερωτήματα που αφορούν το πολιτικό σύστημα της Ευρώπης. Τρία ήταν τα ζητήματα που
απασχόλησαν τους ∆εκαπέντε, το μέγεθος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η αντιστάθμιση
των ψήφων του Συμβουλίου και η αύξηση των πεδίων όπου οι αποφάσεις θα λαμβάνονται
με ειδική πλειοψηφία.
Η Συνθήκη της Νίκαιας άφησε ημιτελή τη θεσμική μεταρρύθμιση, ανέτρεψε τις
ισορροπίες εις βάρος των μεσαίων και μικρών χωρών, έκανε πιο πολύπλοκο το μηχανισμό
των αποφάσεων και υποχρέωσε τα υποψήφια κράτη μέλη να αποδεχθούν τις ρυθμίσεις που
αποφασίστηκαν ερήμην τους.
Η συνθήκη της Νίκαιας προβλέπει επέκταση της ψήφου, ενώ ο τρόπος λήψης
αποφάσεων από την ομοφωνία περνά στην ειδική πλειοψηφία. Επίσης ορίζεται ότι ο
ελάχιστος αριθμός των κρατών, τα οποία μπορούν να συνάψουν ενισχυμένη συνεργασία
είναι τα οκτώ μέλη, ενώ μέχρι τη Νίκαια χρειαζόταν η πλειοψηφία των κρατών μελών.
Επίσης καταργήθηκε και η δυνατότητα άσκησης βέτο για την εφαρμογή μιας τέτοιας
συνθήκης. Υπάρχει όμως η δυνατότητα προσφυγής στο Συμβούλιο το οποίο μπορεί να
αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία. Αν ο τομέας της ενισχυμένης συνεργασίας υπάγεται
στο πεδίο της συναπόφασης τότε χρειάζεται και η σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου.
Κυριάρχησε το ζήτημα της διεύρυνσης, έτσι με δεδομένη την αναμενόμενη
αύξηση του αριθμού των κρατών-μελών, ορίζεται ότι από το 2005 η Ευρωπαϊκή Ένωση θα
απαρτίζεται από έναν Επίτροπο από κάθε κράτος- μέλος. Έτσι οι μεγάλες χώρες χάνουν το
δικαίωμα αποστολής δύο Επιτρόπων. Αυξάνεται ο αριθμός των περιπτώσεων στις οποίες
εφαρμόζεται η αρχή της ειδικής πλειοψηφίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων,
παραμένουν όμως «εκτός» αρκετά κρίσιμα πεδία (κοινωνική πολιτική, φορολογία κτλ).
Με στόχο την εξομάλυνση της πορείας προς τη διεύρυνση (που τελικά θα οδηγήσει
σε μια Ένωση 27 μελών), αποφασίστηκε η τροποποίηση γενικότερα του συστήματος
λήψης αποφάσεων. Αυξάνεται ο αριθμός των περιπτώσεων στις οποίες εφαρμόζεται η
αρχή της ειδικής πλειοψηφίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, παραμένουν όμως
«εκτός» αρκετά κρίσιμα πεδία. Με στόχο την εξομάλυνση της πορείας προς τη διεύρυνση,
αποφασίστηκε η τροποποίηση γενικότερα του συστήματος λήψης αποφάσεων. Αυξάνεται
το ποσοστό της ειδικής πλειοψηφίας και συνδέεται η λήψη των αποφάσεων με το
πληθυσμιακό κριτήριο, σύμφωνα με το οποίο τα κράτη μέλη που συγκροτούν την ειδική
πλειοψηφία πρέπει να εκπροσωπούν το λιγότερο το 62% του συνολικού πληθυσμού.
Υιοθετείται η αρχή της τριπλής πλειοψηφίας, σύμφωνα με την οποία για να ληφθεί μια
απόφαση θα πρέπει να υποστηρίζεται από την πλειοψηφία των κρατών-μελών, τον αριθμό
ψήφων που αντιστοιχεί σε ένα όριο και την πλειοψηφία του πληθυσμού. Μεγαλύτερη
πρόοδος επιτεύχθηκε στο πεδίο δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων, όπου η ειδική
πλειοψηφία επεκτάθηκε σε δώδεκα τομείς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9Ο
Η ΕΥΡ ΠΗ ΜΕΤΑ ΤΗ ΝΙΚΑΙΑ
Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού η Ευρωπαϊκή Κοινότητα
βρέθηκε αντιμέτωπη με μια νέα κατάσταση, την εμφάνιση τεράστιων μεταναστευτικών
ρευμάτων στο χώρο της ΕΟΚ/ ΕΕ, η οποία θα έπρεπε να προσφέρει στα νέα κράτη τα
μέσα για να αποδυθούν σε ένα πρωτόγνωρο από τη φύση του και την εμβέλειά του
μεταρρυθμιστικό εγχείρημα. Αναγκαία προϋπόθεση αποτελούσε η πολιτική, οικονομική
και η κοινωνική μεταρρύθμιση των χωρών αυτών. Έτσι η ΕΟΚ/ ΕΕ επεκτείνει το
καθεστώς εμπορικών προτιμήσεων και ξεκινάει σύναψη συμφωνιών, πρώτα με την
Ουγγαρία και την Πολωνία και μετά με τις άλλες ανατολικές χώρες, αρχικά για το εμπόριο
και τη συνεργασία και στη συνέχεια για τη σύνδεση.
Προς την κατεύθυνση βελτίωσης και εφαρμογής των όρων κινείται και το
Συμβούλιο της Νίκαιας το ∆εκέμβριο του 2001, το οποίο υιοθέτησε την πρόταση της
Επιτροπής για μια Ευρωπαϊκή Κοινωνική Ατζέντα που θα προωθούσε την κοινωνική
πολιτική για τα έτη 2006-2010. Η Επιτροπή προτείνει μια νέα δυναμική για τις εργασιακές
σχέσεις με πρωτοβουλίες για το εργατικό δίκαιο, την υγιεινή και την ασφάλεια στον
εργασιακό χώρο και την κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων. Θεωρεί απαραίτητη την
δημιουργία μιας ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας με στόχο την κατάργηση των φραγμών και
η Επιτροπή προτείνει την υιοθέτηση νέων πολιτικών ώστε να μειωθούν τα σχετικά
προβλήματα, όπως η διαφορά των αμοιβών, η ισότητα των ευκαιριών, κ.ά.
Η ένταξη των χωρών της ΚΑΕ οδήγησε σε νέες προϋποθέσεις για την ένταξη των
νέων χωρών, οι οποίες αφορούν παροχές οικονομικής και τεχνικής βοήθειας γνωστές με το
όνομα PHARE. Παράλληλα η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης
επεδίωξε την οικονομική αναδιάρθρωση και την απελευθέρωση των αγορών. Παράλληλα
Επιτροπή συντάσσει μία δέσμη νομοθετικών προτάσεων με αντικείμενο την αναθεώρηση
των κανονισμών της λειτουργίας των ∆ιαρθρωτικών Ταμείων και τη σύσταση των μέσων
προ-ενταξιακής ενίσχυσης των υποψήφιων χωρών. Συγκεκριμένα για τα υποψήφια κράτη
της ΚΑΕ η Επιτροπή εισηγήθηκε δύο νέα δημοσιονομικά εργαλεία, ένα Μέσο
Προενταξιακών πολιτικών (ISPA) και ένα γεωργικό (SAPARD) Τέθηκαν τρεις στόχοι, η
προώθηση της ανάπτυξης περιφερειών με αναπτυξιακή καθυστέρηση, η υποστήριξη
κοινωνικής και οικονομικής ανασυγκρότησης των περιφερειών που αντιμετωπίζουν
διαρθρωτικές δυσκολίες και η υποστήριξη της προσαρμογής και του εκσυγχρονισμού των
πολιτικών και των συστημάτων που προωθούν την εκπαίδευση, ην κατάρτιση και την
απασχόληση.
Νέα διεύρυνση σημειώνεται το 2004 με την ένταξη χωρών της ΚΑΕ, ως
αποτέλεσμα της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ. Το Φεβρουάριο του 2004 η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισάγει μια σειρά καινοτομιών που έχουν σαν στόχο τη βελτίωση
της αποτελεσματικότητας της διαρθρωτικής πολιτικής, που περιλαμβάνει απλοποίηση της
διαχείρισης, αποκέντρωση των συστημάτων ελέγχου και επιβολή αυστηρότερων
κυρώσεων σε περίπτωση όπου διαπιστώνεται κακοδιαχείριση.
Για τη διευκόλυνση όλης αυτής της στρατηγικής η ΕΕ θα προχωρήσει στην
υλοποίηση προγραμμάτων, τα οποία αποσκοπούσαν αφενός στη χρηματοδότηση και
αφετέρου στην παροχή τεχνογνωσίας ώστε οι χώρες αυτές να μπορέσουν να
ανασυγκροτήσουν κα να μεταρρυθμίσουν με ταχείς ρυθμούς τις οικονομίες τους. Το πιο
γνωστό πρόγραμμα είναι το PHARE που περιλαμβάνει επιχορηγήσεις για τη δημιουργία
θεσμών κατάλληλων έτσι ώστε να μπορέσει να γίνει εφικτή η εξοικείωση με τους
μηχανισμούς και τις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και αναβάθμιση των
βιομηχανιών των υπό ένταξη χωρών προσελκύοντας και τις απαιτούμενες επενδύσεις. Το
αποτέλεσμα όλων αυτών των ενεργειών θα είναι η ΕΕ να μετατραπεί, σε σύντομο χρονικό
διάστημα, στο σημαντικότερο παράγοντα εμπορικών συναλλαγών και επενδύσεων στο
χώρο της Κ. και Α. Ευρώπης με πολύ θετικό αντίκτυπο για την ευρωπαϊκή οικονομία. Για
την οικονομική αναδιάρθρωση και την απελευθέρωση των αγορών των κρατών της ΚΑΕ
λειτούργησε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης.
Η νέα διεύρυνση περιελάμβανε τρεις ενοποιητικές φάσεις. Στην πρώτη η
Ευρωπαϊκή Ένωση διαμόρφωνε ένα σταθερό θεσμικό και οικονομικό πλαίσιο για την
ανάπτυξη των σχέσεών της με τις χώρες, παρέχοντάς τους τα μέτρα που επέτρεπαν να
προβούν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Στη δεύτερη φάση τα υποψήφια κράτη θα έπρεπε
να εκπληρώσουν την ένταξη και την προσαρμογή της νομοθεσίας. Στην τρίτη φάση
διεξήχθησαν οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνιών προσχώρησης.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι (1999) θα προσθέσει πως οι υποψήφιες
χώρες θα πρέπει να συμμερίζονται τις αξίες και τους στόχους της ΕΕ, όπως αυτοί
ορίζονται στις Συνθήκες, ενώ τις παρότρυνε να επιλύσουν τις συνοριακές διαφορές που
βρίσκονταν σε εκκρεμότητα. Η τελευταία προϋπόθεση τέθηκε δεδομένου ότι με την
προσχώρηση τα εξωτερικά σύνορα των νέων μελών μετατρέπονταν σε εξωτερικά σύνορα
της ΕΕ. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε διαμάχη με γειτονικό προς την ΕΕ κράτος παίρνει τη
μορφή διαμάχης με την ίδια την ΕΕ Έτσι, η ΕΕ προσπαθούσε να αποφύγει επικείμενους
μελλοντικούς σκοπέλους ανάφλεξης εθνικιστικών προβλημάτων έχοντας υπόψη της την
πικρή εμπειρία του γιουγκοσλαβικού ζητήματος.
Στη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης του 1993, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
συμφώνησε «ότι οι συνδεδεμένες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που το
επιθυμούν θα γίνουν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Αυτό σήμαινε ότι ή «ένταξη» έγινε
ένας αμοιβαίος πολιτικός σκοπός των Συμβαλλομένων Μερών. Όσον αφορά το χρόνο
προσχώρησης, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης δήλωσε ότι η ένταξη θα
πραγματοποιηθεί όταν μια συνδεδεμένη χώρα θα είναι σε θέση να αναλάβει τις
υποχρεώσεις της ιδιότητας μέλους ικανοποιώντας τις απαιτούμενες οικονομικές και
πολιτικές προϋποθέσεις. Παράλληλα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθόρισε τα κριτήρια
ένταξης, τα οποία συχνά αναφέρονται ως «κριτήρια της Κοπεγχάγης» και τα οποία
επιβάλλουν ότι η υποψήφια προς ένταξη χώρα πρέπει να έχει επιτύχει σταθερότητα των
θεσμών που εγγυώνται τη δημοκρατία, τους κανόνες δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα
και το σεβασμό και την προστασία των μειονοτήτων, την ύπαρξη μιας οικονομίας αγοράς
σε λειτουργία καθώς επίσης και την ικανότητα να αντιμετωπίζει την ανταγωνιστική πίεση
και τις δυνάμεις της αγοράς μέσα στην Ένωση και την ικανότητα να αναλάβει τις
υποχρεώσεις που απορρέουν από την ιδιότητα μέλους συμπεριλαμβανομένης της
προσήλωσης στους στόχους της πολιτικής, οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μαδρίτης του ∆εκεμβρίου 1995 πρόσθεσε ότι τα κριτήρια
ένταξης απαιτούν από την υποψήφια χώρα να έχει δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες
για την ενσωμάτωσή της στην ΕΕ διαμέσου της προσαρμογής των διοικητικών δομών
της, τονίζοντας ότι ενώ είναι σημαντικό για τη κοινοτική νομοθεσία να μεταφερθεί στην
εθνική νομοθεσία, είναι ακόμη πιο σημαντικό για τη νομοθεσία αυτή να εφαρμόζεται
αποτελεσματικά με τους κατάλληλους διοικητικούς και δικαστικούς μηχανισμούς.
∆ύο νέα μέλη προστέθηκαν το 2007, η Ρουμανία και Βουλγαρία, η επαφή των
οποίων είχε γίνει από τη δεκαετία του 1970. Η Ρουμανία είναι η πρώτη χώρα του
ανατολικού μπλοκ που έχει εμβαθύνει τους δεσμούς της με την Κοινότητα, ενώ η
Βουλγαρία αντιμετωπιζόταν με επιφυλακτικότητα γιατί είχε άμεση εξάρτηση από την
ΚΟΜΕΚΟΝ και την ΕΣΣ∆., αλλά και εξαιτίας των περιορισμένων συναλλαγών που είχε
αναπτύξει με την ΕΟΚ. Από τα μέσα της δεκαετίες του 1990 οι δύο χώρες σύναψαν
στενότερες σχέσεις με την ΕΕ. Στις 22 Φεβρουαρίου 2005 η Επιτροπή εξέδωσε ευνοϊκή
γνώμη για την προσχώρηση της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας και αφού ακολούθησε η
ομόφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το Συμβούλο στις 25 Απριλίου
αποφάσισε την αποδοχή των αιτήσεων προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας,
οι οποίες από την 1η Ιανουαρίου 2007 είναι τα νέα μέλη της ΕΕ.
Η συνθήκη ένταξης των οκτώ χωρών της ΚΑΕ (Ουγγαρία, Πολωνία, Εσθονία,
Λιθουανία, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Λεττονία) υπογράφηκε στην Αθήνα τις 9
Απριλίου 2003, η οποία θα ίσχυε από την 1η Μαΐου 2004. Η Ευρώπη ενώθηκε και
αποτέλεσε μια ευρωπαϊκή ενότητα που προσέλαβε τις διαστάσεις που της προσδιόριζε η
γεωγραφία και η ιστορία.
Η εισδοχή των χωρών αυτών απέδειξε σημαντικές εισοδηματικές διαφορές μεταξύ
των νέων χωρών και της ΕΕ των 15. Οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες παρουσιάζουν
στοιχεία μιας πιο παραδοσιακής οικονομικής ανάπτυξης, όπου οι εργαζόμενοι στην
αγροτική παραγωγή είναι υπερτριπλάσιοι σε σχέση με την Ε.Ε. των 15. Το ερώτημα είναι
κατά πόσο μέσω ενός επεξεργασμένου σχεδίου θα μπορούσε να επιτευχθεί μια
ομογενοποίηση όλων των κρατών – μελών και δεν θα μεταβάλλονταν τα νέα μέλη σε μια
μορφή παρασιτικού χώρου, ο οποίος θα λειτουργούσε ανασταλτικά. Μετά την δημιουργία
της Ε.Ε. των 25 εκφράζεται έντονη αισιοδοξία για τη δυναμική που έχει φέρει η διεύρυνση
με την προσθήκη των 10 νέων χωρών. Οι νέες χώρες έχουν εισέλθει σε μια διαδικασία
οικονομικής σύγκλισης. Η διεύρυνση προσφέρει οφέλη και στην ΕΕ των 15 καθώς η
αύξηση του γεωγραφικού εδάφους και του πληθυσμού δημιουργεί δυνατότητες για
περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη.