24/2/08

ΕΠΟ 11ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Σημειώσεις Οικονομικής Ιστορίας

Από το βιβλίο του D. AldcroftS. Ville

ΕΥΡΩΠΑΊΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 1750-1914

Εισαγωγή

Θα μπορούσαμε να ορίσουμε σε γενικές γραμμές την Οικονομική Ιστορία ως τη μελέτη της διαχρονικής εξέλιξης των φαινομένων που αφορούν την παραγωγή και των ανταλλαγών.

Αναλυτικότερα:

1. Η οικονομική ιστορία είναι καταρχήν μια ιστορία των τεχνικών, δηλαδή μια ιστορία των παραγωγικών δυνάμεων (μέσων παραγωγής) στις οποίες μπορούμε να συμπεριλάβουμε τον εργαλειακό εξοπλισμό, τις πρώτες ύλες γεωργικές ή βιομηχανικές και το εργατικό δυναμικό.

Από αυτή την άποψη, οι τεχνικές πρόοδοι εμφανίζονται σαν ένας αποφασιστικός παράγοντας της εξέλιξης (οικονομικής, κοινωνικής, πολιτισμικής), κυρίως τον 19ο και 20ο αιώνα στην διάρκεια των οποίων η ανθρωπότητα συσσώρευσε περισσότερες τεχνικές γνώσεις, υλικές γνώσεις και εφευρέσεις απ ότι όλους τους προηγούμενους αιώνες.

Φυσικά χρησιμοποιούμε τον όρο εργαλειακό εξοπλισμό με την ευρεία έννοια: εντάσσουμε δηλαδή τα μέσα της παραγωγής του εμπορίου και της τραπεζικής πίστης, στα οποία μπορούν να συμπεριληφθούν από την μέθοδο παραγωγής ατσαλιού, τα μέσα μεταφοράς, μέχρι την τραπεζική προεξόφληση.

2. Η οικονομική ιστορία είναι επίσης η ιστορία της παραγωγής και των ανταλλαγών στο χώρο.:

Τι εννοούμε με αυτό.

α). Γεωγραφικός χώρος: Ιστορία μιας περιοχής, μιας πόλης, ενός λιμανιού...

Από όπου διαπίστωση σημαντικών διαφοροποιήσεων ακόμη και στο εσωτερικό ανεπτυγμένων κρατών.

-Διαφοροποιήσεις μεταξύ πόλεων και υπαίθρου. (καθυστέρηση της υπαίθρου).

-Διαφοροποιήσεις μεταξύ περιοχών: Δυναμικές και καθυστερημένες περιοχές. Μπορούμε σήμερα να διαπιστώσουμε αυτές τις διαφορές στην Γαλλία, Γερμανία, στην Ελλάδα. Όμως άνιση ανάπτυξη σημαίνει ανισορροπίες άρα αντιθέσεις και πιθανές κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές (π.χ. Κορσική, Βάσκοι).

β). Πολιτικός χώρος ή μάλλον πολιτικό πλαίσιο. Εδώ πρόκειται για την οικονομική ιστορία των εθνικών κρατών ακόμη και των εθνών.

Εκτός των άλλων αποκαλύπτει την εμφάνιση νέων ανισορροπιών σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ ανεπτυγμένων και υποανάπτυκτων κρατών. Αυτές οι ανισορροπίες σημαίνουν κυριαρχία ορισμένων κρατών πάνω σε άλλα. (οικονομική κυριαρχία) άρα εντάσεις εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες κλπ.

3. Η οικονομική ιστορία είναι επίσης η μελέτη των οικονομικών διακυμάνσεων μέσα στην διαχρονία.

Η ιστορική εξέλιξη δεν είναι μια διαδικασία ομαλή, συνεχής και αδιατάρακτη. Χαρακτηρίζεται από περιόδους ευημερίας, στασιμότητας και κρίσης.

Ευημερία στασιμότητα κρίση στην προβιομηχανική εποχή και την βιομηχανική εποχή.

Αυτές οι αλλαγές στους ρυθμούς της οικονομίας μπορούν να ανιχνευθούν από τις διακυμάνσεις ορισμένων μεγεθών όπως είναι οι τιμές, η αξία και ο όγκος της παραγωγής, ο αριθμός των πτωχεύσεων, ή το επίπεδο της ανεργίας.

4. Τέλος η οικονομική ιστορία είναι τέλος μια ιστορία των μονάδων της παραγωγής των επιχειρήσεων (βιομηχανικών, εμπορικών, τραπεζικών).

Η σπουδαιότητα της ιστορίας των επιχειρήσεων είναι διπλή:

Καταρχήν κάνει την οικονομική ιστορία συγκεκριμένη και ζωντανή διότι διηγείται την δραστηριότητα των ζωντανών υποκειμένων της οικονομίας δηλαδή των βιομηχάνων των εμπόρων των τραπεζιτών.

Κατά δεύτερο λόγο επιτρέπει να επιβεβαιώσουμε την γενική οικονομική ιστορία ανάγοντας σε συγκεκριμένο πλαίσιο τους ρυθμούς της εξέλιξης ή την ανάπτυξη των τεχνικών.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η οικονομική ιστορία πρέπει να έχει την αίσθηση του τόπου και του χρόνου, του συγκεκριμένου και του βιωμένου. Διότι σε τελική ανάλυση περιγράφει πραγματικές διαδικασίες και δείχνει τους ανθρώπους μέσα στην οικονομική τους δράση.

Οι Βιομηχανικές Επαναστάσεις Πίνακας


Α Βιομηχανική

Επανάσταση

Β Βιομηχανική

Επανάσταση

Αφετηρία

1780/1810

1890/1900

Εμπλεκόμενες Χώρες

Μεγάλη Βρετανία

ΗΠΑ, Γερμανία

Τομείς Αιχμής

Βαμβακουργία

Σιδηρουργία

Χάλυβας, Οργανική Χημεία

Διαρκή καταναλωτικά αγαθά

Κινητήρια Δύναμη

Κάρβουνο (ατμομηχανή)

Πετρέλαιο, Ηλεκτρισμός

(μηχανή εσωτερικής καύσεως)

Ενεργός Πληθυσμός

Μαζική μετακίνηση από τον πρωτογενή στο δευτερογενή τομέα. Αύξηση αστικού πληθυσμού.

Σταθερότητα του δευτερογενούς τομέα και άνοδος του τριτογενούς.

Επιχειρήσεις

Εργοστάσια (factory system) , βιοτεχνικά εργαστήρια (putting out system).

Οριζόντια – κάθετη συγκέντρωση βιομηχανικής παραγωγής, αυξημένος ρόλος τεχνοκρατών.

Μέσα μεταφοράς εσωτερικού εξωτερικού

Σιδηρόδρομος, Ιστιοφόρα, άμαξες

Ατμόπλοια, πλοία με μηχανή Diesel, αεροπλάνα, αυτοκίνητα

Μορφές οργάνωσης εργασίας

Εκτατική ανάπτυξη με μικρή παραγωγικότητα

Ταυλορισμός, Φορντισμός (αλυσίδα παραγωγής).

Η Βιομηχανική Επανάσταση

Το τέλος του 18ου αιώνα συνδέεται με το ξέσπασμα δυο επαναστάσεων ή καλύτερα μιας διπλής επανάστασης που έμελλε να αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας και που οι απόηχοί της ακούγονται και μέχρι σήμερα. Πρόκειται για την βιομηχανική επανάσταση και την σύγχρονή της Γαλλική επανάσταση του 1789.

Οι λέξεις είναι μάρτυρες που μιλούν πιο καθαρά από τις ιστορικές μαρτυρίες. Βιομηχανία, βιομήχανος, εργοστάσιο, μεσαία τάξη, καπιταλισμός, σοσιαλισμός, σιδηρόδρομος, στατιστική, κοινωνιολογία, δημοσιογραφία, ιδεολογία, απεργία.

Αν μπορούσαμε να φανταστούμε τον κόσμο χωρίς αυτές τις λέξεις, δηλαδή χωρίς τα πράγματα και έννοιες που εκφράζονται μ' αυτές θα διαπιστώναμε το μέγεθος και τη σημασία της επανάστασης αυτής που προκάλεσε τον μεγαλύτερο μετασχηματισμό στην ιστορία της ανθρωπότητας από τότε που ο άνθρωπος εφεύρε την γεωργία, την μεταλλουργία και την γραφή, την επανάσταση που μεταμόρφωσε και εξακολουθεί να μεταμορφώνει ολόκληρο τον κόσμο.

Η βιομηχανική επανάσταση (μερικοί μιλάνε για την πρώτη φάση της βιομηχανικής επανάστασης), αρχίζει συμβατικά με την οικοδόμηση του πρώτου εργοστασιακού συγκροτήματος στο Lancashire, και τελειώνει με την κατασκευή του πρώτου σιδηροδρομικού δικτύου και τη δημιουργία βαριάς βιομηχανίας. Η αρχή της συμπίπτει με την γαλλική επανάσταση και το τέλος της με την επανάσταση του 1848 και την έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου.

Τι σημαίνει η φράση η "Βιομηχανική επανάσταση ξέσπασε"; Σημαίνει ότι κάποια στιγμή στη δεκαετία του 1780, και για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, λύθηκαν τα δεσμά της παραγωγικής δύναμης των ανθρώπινων κοινωνιών, στο εξής μπόρεσαν να επιτύχουν το συνεχή ταχύ και ως σήμερα απεριόριστο πολλαπλασιασμό ανθρώπων αγαθών και υπηρεσιών.

Καμία προηγούμενη κοινωνία δεν είχε κατορθώσει να ξεπεράσει τους περιορισμούς που επέβαλλάν στην παραγωγή η προβιομηχανική κοινωνική διάρθρωση, η ατελής επιστήμη και τεχνολογία και επομένως οι περιοδικοί κλονισμοί, οι λιμοί, οι επιδημίες, και ο θάνατος.

Η έννοια της βιομηχανικής επανάστασης δημιουργήθηκε το 1837 από τον γάλλο οικονομολόγο Adolfe Blanqui αλλά χρησιμοποιήθηκε από τον F. Engels το 1880 στο έργο του "Ουτοπικός και Επιστημονικός Σοσιαλισμός". Ο όρος αυτός έγινε κλασσικός μεταξύ των οικονομολόγων και των ιστορικών μετά τη δημοσίευση το 1884 των "Lectures on the Industrial Revolution" από τον καθηγητή της Οξφόρδης, Arnold Toynbee.

Ο όρος βιομηχανική επανάσταση μας παραπέμπει σε μια αλλαγή απότομη και γρήγορη. Όμως η βιομηχανική επανάσταση είναι ταυτόχρονα και μια διαδικασία συνεχής μέσα στο χρόνο που η προϊστορία της μπορεί να αναχθεί στο 1000 μ.χ. Είναι μια διαδικασία αλυσιδωτών αλλαγών που περιλαμβάνει φάσεις γρήγορης ανάπτυξης (13ος, 16ος, τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα), αλλά και φάσεις ύφεσης και στασιμότητας (14ος, 17ος αιώνας).

Έτσι προσεγγίζοντας την βιομηχανική επανάσταση θα πρέπει να διακρίνουμε την διαλεκτική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην μεγάλη διάρκεια, που χαρακτηρίζεται από αργές διαδικασίες πολύ λίγο επαναστατικές, και στην μικρή διάρκεια στην οποία πραγματοποιούνται μια σειρά από εκρηκτικά γεγονότα. Στην μακρά διάρκεια ανήκουν οι αλλαγές στην γεωργία, (η διαδικασία των περιφράξεων έχει αρχίσει από τον 16ο αιώνα), επίσης οι αλλαγές στις νοοτροπίες, η ανάδυση των νέων κοινωνικών στρωμάτων και η επικράτηση μιας ηθικής που πιστεύει στον ορθολογισμό στο κέρδος και στην εργασία. Από την άλλη η εφαρμογή νέων καινοτομιών στην παραγωγή (ατμός), η δημιουργία του πολιτικού πλαισίου, οι αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής ή η ευνοϊκή συγκυρία που οδήγησε στην διεύρυνση των αγορών ανήκουν στην μικρή διάρκεια.

Μια σειρά λοιπόν από μετασχηματισμούς οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και δημογραφικούς οδήγησαν στο ξέσπασμα της βιομηχανικής επανάστασης στην Αγγλία το 1780. Χρειάστηκε η κινητοποίηση και η ανακατανομή των οικονομικών πόρων, η προσαρμογή της οικονομίας και της κοινωνίας, στοιχεία απαραίτητα προκειμένου να κινηθεί αρχικά και να διατηρηθεί στη συνέχεια η διαδικασία της οικονομικής απογείωσης.

Ο πρώτος και ίσως ο ζωτικότερος παράγοντας που έπρεπε να κινητοποιηθεί και να ανακατανεμηθεί ήταν ο παράγοντας εργασία, διότι βιομηχανική οικονομία σημαίνει απότομη πτώση του γεωργικού (δηλαδή αγροτικού πληθυσμού) και απότομη αύξηση του μη γεωργικού (δηλαδή του πληθυσμού στα αστικά κέντρα) και ασφαλώς σημαίνει μια ταχύτατη γενική πληθυσμιακή αύξηση.

1. Οι αλλαγές στο δημογραφικό καθεστώς.

Από την περίοδο 1740-1750 έχουμε επιτάχυνση των ρυθμών αύξησης του πληθυσμού. Η επιτάχυνση αυτή οφείλεται κυρίως σε μείωση της θνησιμότητας. Η μείωση αυτή μπορεί να αποδοθεί στις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στον τομέα της γεωργίας με αποτέλεσμα την σχετική βελτίωση της διατροφής, την πρόοδο που σημειώθηκε στις συνθήκες υγιεινής, παράγοντες δηλαδή που μείωσαν την καταστροφικότητα των επιδημιών. Παράλληλα το ποσοστό γεννητικότητας παραμένει υψηλό.

Οι συνέπειες της δημογραφικής επανάστασης ήταν: Συνεχής αύξηση του πληθυσμού. (Ο πληθυσμός της Μ. Βρετανίας τετραπλασιάστηκε τον 19ο αιώνα). Κατά συνέπεια αύξηση των εν δυνάμει εργατών και των εν δυνάμει καταναλωτών.

Η πληθυσμιακή αύξηση συνεπάγεται καταρχήν μια αύξηση στην προσφορά των ειδών διατροφής κυρίως από την εγχώρια γεωργία (δεδομένου του χαμηλού επιπέδου των μεταφορών).

2.Οι αλλαγές στον αγροτικό τομέα.

Οι αλλαγές στη γεωργία που προηγήθηκαν της βιομηχανικής επανάστασης μπόρεσαν να ανταποκριθούν στα πρώτα στάδια της ταχείας αύξησης του πληθυσμού.

  • Η αύξηση της παραγωγής έγινε με την υιοθέτηση μεθόδων οι οποίες εγκαινιάστηκαν για πρώτη φορά στις αρχές του 18ου αιώνα: Εναλλαγή των καλλιεργειών (σύνθεση αμειψισποράς, βοτανικά φυτά, χορτονομές) με αποτέλεσμα τον καλύτερο εμπλουτισμό της γης (επανάσταση του αζώτου), και την βελτίωση των αποδόσεων, την διαφοροποίηση των προϊόντων και την σταδιακή κατάργηση της αγρανάπαυσης.
  • Η δημιουργία της μεγάλης ιδιοκτησίας και η ορθολογική εκμετάλλευση της γης επιτεύχθηκε με κοινωνικό μάλλον παρά με τεχνολογικό μετασχηματισμό: την εξαφάνιση της "μεσαιωνικής" καλλιέργειας με τους ανοιχτούς αγρούς και τα κοινά βοσκοτόπια (νόμοι για τις περιφράξεις στα 1760-1830), την εξαφάνιση της γεωργίας των μικροκαλλιεργητών που στόχευαν στην αυτάρκεια.
  • Η καλλιέργεια της γης γινόταν ήδη κατά κύριο λόγο για την αγορά και η βιομηχανία είχε εξαπλωθεί στην ύπαιθρο.
  • Η γεωργία ήταν ήδη έτοιμη να επιτελέσει τις τρεις βασικές λειτουργίες της σε εποχή εκβιομηχάνισης α) να αυξήσει την παραγωγή και την παραγωγικότητα ώστε να εξασφαλιστεί η συντήρηση του μη γεωργικού πληθυσμού που αυξανόταν ταχύτατα, β) να εξασφαλίσει ένα μεγάλο πλήθος ατόμων που δυνάμει θα επάνδρωναν τις πόλεις και τις βιομηχανίες και γ) να προσφέρει ένα μηχανισμό για τη συσσώρευση κεφαλαίου που θα το χρησιμοποιούσαν στους πιο σύγχρονους τομείς της οικονομίας.

3. Ο ρόλος της συσσώρευσης του Κεφαλαίου.

Σύμφωνα με την κλασσική άποψη η συσσώρευση του κεφαλαίου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαδικασία της βιομηχανικής επανάστασης. Η άποψη αυτή ισχυρίζεται ότι για την κατασκευή και την αγορά μηχανών και βιομηχανικών κτιρίων απαιτείται η δυνατότητα συγκέντρωσης μεγάλων ποσών. Σημαντικό ρόλο, σύμφωνα πάντα με την άποψη αυτή έπαιξαν τα κέρδη από το αποικιακό και το εσωτερικό εμπόριο που επανεπενδύθηκαν στην βιομηχανία.

Νεώτερες ωστόσο ερμηνείες υποβαθμίζουν τον ρόλο του κεφαλαίου τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση της βιομηχανικής επανάστασης. Το πάγιο κεφάλαιο που ήταν απαραίτητο για την σημαντικότερη βιομηχανία της εποχής εκείνης, την βαμβακοβιομηχανία, ήταν αρκετά περιορισμένο. Τα κτίρια ήταν νοικιασμένα και τα μηχανήματα ήταν χαμηλού κόστους κατασκευασμένα από μερικούς εμπειρικούς τεχνίτες. Αντίθετα το κυκλοφορούν κεφάλαιο (πρώτες ύλες, μισθοί), ήταν πιο σημαντικό.

Τα πρώτα κεφάλαια για βιομηχανικές επενδύσεις προέρχονταν από τις μικρές αποταμιεύσεις των παλιών βιοτεχνών ή των εμπόρων-βιοτεχνών και στην συνέχεια από την επανεπένδυση του κέρδους. Με άλλα λόγια το ξεκίνημα της βιομηχανίας βασίστηκε στην αυτοχρηματοδότησή της. Θα λέγαμε ότι παρόλο που στην Βρετανία δεν υπήρχε έλλειψη κεφαλαίων για επενδύσεις, τα κεφάλαια αυτά δεν πήγαιναν στην βιομηχανία. Η σημαντικότερη δυσκολία ήταν ότι αυτοί που έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου το 18ο αιώνα (γαιοκτήμονες, έμποροι, πλοιοκτήτες, κεφαλαιούχοι) δεν ήταν πρόθυμοι να το επενδύσουν στις νέες βιομηχανίες.

Από την άλλη μεριά, οι πλούσιοι του 18ου αιώνα ήταν πρόθυμοι να τοποθετήσουν τα χρήματα τους σε ορισμένες επιχειρήσεις που ευνοούσαν την εκβιομηχάνιση δηλαδή σε επενδύσεις που ήταν απαραίτητες για την ομαλή ανάπτυξη ολόκληρης της οικονομίας- κυρίως στις μεταφορές (διώρυγες, λιμενικές εγκαταστάσεις, δρόμους, κανάλια, και αργότερα σιδηροδρόμους) και στα ορυχεία από τα οποία οι γαιοκτήμονες αντλούσαν δικαιώματα ακόμη και όταν δεν τα εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι.

Ωστόσο ή έλλειψη κεφαλαίων στην καθαυτό βιομηχανία, έκανε τους πρώτους βιομηχάνους, ειδικά τους αυτοδημιούργητους, σκληρότερους, πιο φιλάργυρους και πλεονέκτες, ενώ αντίστοιχα οι εργάτες τους υφίσταντο μεγαλύτερη εκμετάλλευση.

4. Η αλλαγές στο σύστημα παραγωγής και ο ρόλος της τεχνολογικής προόδου.

Η βιομηχανική επανάσταση συνδέεται με το πέρασμα από τις προβιομηχανικές και πρωτοβιομηχανικές μορφές εργασίας του domestic system και του putting out system στο νέο σύστημα οργάνωσης της παραγωγής που επιβάλλει το factory system.

Domestic system (οικιακή παραγωγή): Οικοτεχνία όπου ο αγρότης τεχνίτης παράγει για την τοπική αγορά.

Putting out system (οικοτεχνία): Οι τεχνίτες ή γεωργοί με ελεύθερο χρόνο κατά τη διάρκεια της νεκρής εποχής επεξεργάζονταν στο σπίτι τους, με δικά τους ή νοικιασμένα εργαλεία την πρώτη ύλη που έπαιρναν από εμπόρους και την παρέδιδαν πάλι επεξεργασμένη πάλι στους εμπόρους αυτούς, οι οποίοι εξελίσσονταν σε εργοδότες. Το οικοτεχνικό σύστημα αποτελεί ενδιάμεσο στάδιο βιομηχανικής ανάπτυξης και μπορεί να προσλάβει αναρίθμητες μορφές, κάποιες από τις οποίες πλησιάζουν αρκετά στο εργοστασιακό σύστημα. Όταν ο συγγραφέας του 18ου αιώνα μιλά για "βιομηχανίες" σχεδόν πάντοτε εννοεί αυτό το σύστημα παραγωγής.

Factory system: Συγκέντρωση εργατών αρχικά (manufacture) και μηχανών στον ίδιο χώρο που εργάζονται κάτω από την επίβλεψη του εργοδότη.

Το γεγονός αυτό συνοδεύτηκε από μια σειρά τεχνικών βελτιώσεων και εφευρέσεων στην διάρκεια του τελευταίου τρίτου του 18ου αιώνα, κυρίως στην υφαντουργία αλλά στην μεταλλουργία και την σιδηρουργία.

Ωστόσο η βιομηχανική επανάσταση ταυτίζεται με την εμφάνιση μιας νέας κινητήριας δύναμης του ατμού. Θα πρέπει να πούμε ότι η οικονομική πρόοδος της Βρετανίας δεν οφειλόταν στην επιστημονική και τεχνική της υπεροχή.

Οι Γάλλοι ήταν πιο προχωρημένοι στην φυσική και τα μαθηματικά, επιστήμες που τις πρόβαλε και τις ενθάρρυνε η Γαλλική επανάσταση ενώ στην Αγγλία οι αντιδραστικοί τις υποτιμούσαν. Στην Αγγλία η εκπαίδευση ήταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Τα μοναδικά πανεπιστήμια της η Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ ήταν πνευματικά ανύπαρκτα όπως ανύπαρκτα ήταν τα γυμνάσια και τα ιδιωτικά σχολεία ενώ δεν υπήρχε σύστημα στοιχειώδους εκπαίδευσης πριν από τις αρχές του 19ου αιώνα.

Ευτυχώς λίγα πράγματα στο επίπεδο της μόρφωσης ήταν απαραίτητα για να συντελεστεί η Βιομηχανική επανάσταση. Οι τεχνικές εφευρέσεις ήταν υπερβολικά μέτριες, και με κανένα τρόπο δεν ξεπερνούσαν τις δυνατότητες του ευφυούς τεχνίτη που πειραματιζόταν στο εργαστήρι του ή τις κατασκευαστικές ικανότητες του μαραγκού η του εργάτη του υφαντουργείου, όπως η ιπτάμενη σαΐτα, η κλωστική μηχανή.

Ακόμη και η πιο πολύπλοκη μηχανή η περιστρεφόμενη ατμομηχανή του James Watt (1784) δεν απαιτούσε περισσότερες γνώσεις φυσικής από αυτές που υπήρχαν ήδη κατά το μεγαλύτερο μέρος του αιώνα και μπορούσε να βασιστεί στην χρήση των ατμομηχανών στα ορυχεία. Η θεωρία της ατμομηχανής αναπτύχθηκε εκ των υστέρων από τον γάλλο Carnot την δεκαετία του 1820.

5. Ο ρόλος της αλλαγής του πολιτικού πλαισίου και των νοοτροπιών.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της βιομηχανικής επανάστασης ήταν η ρήξη με το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο του παλαιού καθεστώτος και η δημιουργία ενός νέου κοινωνικού κλίματος μέσα στο οποίο θα θεσμοθετηθούν οι αναγκαίες νομικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του ελεύθερου ανταγωνισμού και της επιχείρησης.

Το πέρασμα από την εξουσία των προνομίων στην εξουσία του χρήματος.

Οι συνθήκες αυτές είχαν εκπληρωθεί στην Βρετανία κατά ένα μεγάλο μέρος. Το ιδιωτικό κέρδος και η οικονομική ανάπτυξη θεωρούνταν ως οι ύψιστοι στόχοι της κυβερνητικής πολιτικής.

Μπορεί η αστική επανάσταση στην Γαλλία να πρόσφερε τον ορθολογικό και πολύ πιο αποτελεσματικό μηχανισμό για την εκβιομηχάνιση, τους αστικούς θεσμούς, στην πράξη όμως, οι Άγγλοι τα κατάφεραν καλύτερα. Αυτό που χρειαζόταν ο βιομήχανος για να γίνει δεκτός στην ηγετική τάξη της κοινωνίας ήταν το χρήμα. Σε τελική ανάλυση το χρήμα όχι μόνον είχε λόγο αλλά και κυβερνούσε.

Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα ήταν η δημιουργία ενός εργατικού δυναμικού πρόθυμου να εργαστεί στην βιομηχανία με άλλα λόγια η δημιουργία βιομηχανικού προλεταριάτου.

Ο αγροτικός πληθυσμός στο εσωτερικό ή το εξωτερικό με τη μορφή μετανάστευσης, (κυρίως της ιρλανδικής), ήταν οι πιο εμφανείς πηγές εργατικού δυναμικού, τις οποίες συμπλήρωναν οι διάφοροι μικροπαραγωγοί και οι φτωχοί εργαζόμενοι. Οι άνθρωποι έπρεπε η να επιλέξουν τις νέες απασχολήσεις ή το πιθανότερο, να εξαναγκασθούν να εγκαταλείψουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, εφόσον δεν ήταν πρόθυμοι να το κάνουν οικειοθελώς.

Η αποτελεσματικότερη ώθηση ήταν η οικονομική και κοινωνική ανέχεια.

Φυσικά άλλο πράγμα η δημιουργία ενός υπερπληθυσμού στις πόλεις και άλλο η μετατροπή του σε εργάτες προσαρμοσμένους στις ανάγκες των νέων συνθηκών που απαιτούσε η βιομηχανία.

Καταρχάς όλοι οι εργαζόμενοι έπρεπε να δουλεύουν με κανονικό και συνεχή ρυθμό καθημερινής εργασίας, πράγμα τελείως διαφορετικό από τις εποχικές δουλειές του αγροκτήματος ή την απασχόληση των ανεξάρτητων τεχνιτών. Έπρεπε επίσης να μάθουν να είναι ευαίσθητοι σε χρηματικά κίνητρα. Οι βρετανοί εργοδότες παραπονούνταν συνεχώς για την "τεμπελιά" των εργαζομένων ή την τάση τους να δουλεύουν μόνο όσο χρειαζόταν για να εξασφαλίσουν τα χρήματα που τους αρκούσαν για να ζήσουν.

Η λύση βρέθηκε με ένα σκληρότατο σύστημα "ποινών" για τους εργάτες (διάφορα πρόστιμα). Προπάντων όμως επικράτησε η πρακτική όπου η εφαρμογή της ήταν εφικτή, οι εργάτες να πληρώνονται τόσο λίγο ώστε να χρειάζεται να εργάζονται να εργάζονται κανονικά όλη την εβδομάδα για να μπορούν να κερδίζουν ένα ελάχιστο εισόδημα. Στα εργοστάσια, όπου το πρόβλημα ήταν επιτακτικότερο, θεωρούνταν γενικά πιο βολικό να προσλαμβάνονται γυναίκες και παιδιά, που ήταν πιο υπάκουοι και πειθαρχικοί αλλά και πληρώνονταν λιγότερο. Οι γυναίκες και τα κορίτσια αποτελούσαν το 50% του συνολικού προσωπικού των αγγλικών κλωστοϋφαντουργείων οι άνδρες μόνο το 25% ενώ το υπόλοιπο 25% ήταν αγόρια κάτω των 18 χρόνων.

Ένας άλλος συνήθης τρόπος εξασφάλισης της πειθαρχίας της εργατικής δύναμης, ήταν η υπεργολαβία. Σύμφωνα με την πρακτική αυτή ορίζονταν ειδικευμένοι εργάτες ως ουσιαστικοί εργοδότες των ανειδίκευτων βοηθών τους.

Στη βαμβακοβιομηχανία, π.χ, περί τα 2/3 των αγορών και το 1/3 των κοριτσιών ήταν στην άμεση υπηρεσία των χειριστών, ενώ έξω από τον χώρο του εργοστασίου το σύστημα ήταν πιο διαδεδομένο. Ο υπερεργοδότης είχε φυσικά άμεσο οικονομικό συμφέρον να φροντίζει ώστε οι βοηθοί του να μην αδρανούν.

Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι όλες οι οικονομικές και κοινωνικές διαδικασίες στην Βρετανία του τέλους του 18ου οδηγούσαν στην έκρηξη που ονομάστηκε Βιομηχανική επανάσταση.

Το πρόβλημα όμως δεν είναι τόσο απλό.

Στην πραγματικότητα η βιομηχανική ανάπτυξη του 18ου αιώνα δεν οδήγησε ούτε αμέσως ούτε σχετικά γρήγορα σε βιομηχανική επανάσταση, δηλαδή στην δημιουργία ενός μηχανικά εξοπλισμένου εργοστασιακού συστήματος που παράγει τόσο μεγάλες ποσότητες και με κόστος που μειώνεται τόσο γρήγορα ώστε να μην εξαρτάται πλέον από την υπάρχουσα ζήτηση αλλά να δημιουργεί τη δική του αγορά.

(Παράδειγμα της αυτοκινητοβιομηχανίας: Δεν ήταν η ζήτηση αυτοκινήτων που υπήρχε στη δεκαετία του 1890 αυτό που δημιούργησε την βιομηχανία των σημερινών διαστάσεων: ήταν η ικανότητα παραγωγής φτηνών αυτοκινήτων που δημιούργησε τη σύγχρονη μαζική ζήτηση για τα προϊόντα αυτά.).

Οι πολυάριθμες βιομηχανίες μικρής κλίμακας που παρήγαγαν μεταλλικά είδη οικιακής χρήσης -καρφιά, κατσαρόλες, μαχαίρια ψαλίδια- σημείωσαν μεγάλη ανάπτυξη, αλλά πάντα μέσα στο πλαίσιο της υπάρχουσας αγοράς. Το 1850, ενώ η παραγωγή τους ήταν πολύ μεγαλύτερη απ' ότι το 1750 ο τρόπος παραγωγής τους ήταν ουσιαστικά ο παλιός.

Αυτό που χρειαζόταν δεν ήταν μια ανάπτυξη οποιασδήποτε μορφής αλλά ο ειδικός τρόπος ανάπτυξης ο οποίος γέννησε τις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις όπως το Manchester.

Οι πρωτοπόρες βιομηχανικές επαναστάσεις συντελέστηκαν άλλωστε σε μια ειδική ιστορική συγκυρία, στο πλαίσιο της οποίας η οικονομική ανάπτυξη γεννιέται από το πλέγμα των αποφάσεων αναρίθμητων ιδιωτικών επιχειρηματιών και επενδυτών, που ο καθένας ακολουθεί την πρώτη εντολή της εποχής, να αγοράζει δηλαδή στη φθηνότερη αγορά και να πουλά στην ακριβότερη.

Τα οικονομικά και κοινωνικά θεμέλια μιας βιομηχανικής κοινωνίας είχαν τεθεί στην Αγγλία του τέλους του 18ου αιώνα. Όμως για την εκδήλωση της επαναστατικής έκρηξης χρειάζονταν ακόμη δύο πράγματα. Πρώτον μια βιομηχανία που να ανταμείβει ήδη πλουσιοπάροχα τον βιομήχανο, ο οποίος μπορούσε να αυξήσει την παραγωγή του γρήγορα στην ανάγκη με σχετικά φθηνές και απλές καινοτομίες, και δεύτερον, μια παγκόσμια αγορά την οποία θα μονοπωλούσε κατά μεγάλο μέρος.

Η Βρετανία διέθετε και τα δύο αυτά πλεονεκτήματα.

Διέθετε καταρχήν μια οικονομία και μια πολιτεία αρκετά επιθετική ώστε να μπορεί να κατακτά τις αγορές των ανταγωνιστών της. Οι πόλεμοι των ετών 1793-1815 εξάλειψαν κυριολεκτικά τους ανταγωνιστές της από το μη ευρωπαϊκό κόσμο. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός για την αποικιακή της εξάπλωση. Κατά δεύτερο λόγο υπήρχε μια βιομηχανία που προσφερόταν για πρωτοπόρο βιομηχανική επανάσταση την βαμβακουργία.

Όπως όλες οι βαμβακοβιομηχανίες έτσι και η αγγλική αναπτύχθηκε αρχικά ως παραπροϊόν του υπερπόντιου εμπορίου. Το τελευταίο διακινούσε τα ινδικά βαμβακερά τα οποία επεκράτησαν στις αγορές τις οποίες στην συνέχεια οι ευρωπαίοι θα επιχειρούσαν να κατακτήσουν με τις δικές τους απομιμήσεις.

Στην αρχή τα αγγλικά βαμβακερά και μεικτά υφάσματα δεν είχαν επιτυχία και δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τα λεπτά και καλοδουλεμένα ινδικά υφάσματα. Ωστόσο τα παλαιά και ισχυρά κατεστημένα συμφέροντα του εμπορίου μάλλινων ειδών επέβαλαν κατά καιρούς την απαγόρευση των ινδικών υφασμάτων -που τα καθαρά εμπορικά συμφέροντα της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών απαιτούσαν να εξάγονται από την Ινδία στις μεγαλύτερες δυνατές ποσότητες- και έτσι δινόταν μια ευκαιρία στα υποκατάστατα προϊόντα της εγχώριας βαμβακοβιομηχανίας.

Τα βαμβακερά και τα μείγματα (βαμβάκι και λινάρι) ήταν φθηνότερα από το μαλλί, με αποτέλεσμα να κατακτήσουν μια περιορισμένη αλλά χρήσιμη εσωτερική αγορά. Οι σημαντικότερες ευκαιρίες για ταχεία ανάπτυξη επρόκειτο να δοθούν στο εξωτερικό. Ανάμεσα στο 1750 και 1770 οι βρετανικές εξαγωγής βαμβακιού υπερδεκαπλασιάστηκαν. Παράλληλα η εξωτερική αγορά και ιδίως οι φτωχές και καθυστερημένες περιοχές αναπτύσσονταν διαρκώς.

Σε συνθήκες σαν και αυτές το κέρδος εκείνου που πρώτος θα έριχνε στην αγορά τα περισσότερα βαμβακερά υφάσματα ήταν αστρονομικό. Αρκεί βέβαια να κατόρθωνε να μονοπωλήσει ολόκληρη ή σχεδόν ολόκληρη την αγορά για αρκετό διάστημα. Αυτό ακριβώς πέτυχε η βρετανική βαμβακουργία με την βοήθεια της επιθετικής πολιτικής της κυβέρνησης.

Από άποψη πωλήσεων η βιομηχανική επανάσταση μπορεί να ορισθεί, με εξαίρεση τους πρώτους χρόνους της δεκαετίας του 1780, ως ο θρίαμβος της εξαγωγικής αγοράς έναντι της εγχώριας. Στο πλαίσιο αυτής της αναπτυσσόμενης εξωτερικής αγοράς θριάμβευσαν με τη σειρά τους οι ημιαποικιακές και αποικιακές αγορές, που αποτέλεσαν τις βασικές διεξόδους διάθεσης των βρετανικών αγαθών στο εξωτερικό. Οι Ινδίες που υπήρξαν ο παραδοσιακός εξαγωγέας βαμβακερών, με την επικράτηση των βιομηχανικών συμφερόντων στην Βρετανία, αποβιομηχανίζονταν συστηματικά με συνέπεια να γίνει η ίδια στην συνέχεια εισαγωγέας των αγγλικών βαμβακερών.

Το γεγονός αυτό δεν ήταν απλώς μια διεύρυνση των αγορών της Αγγλίας αλλά ένα σημαντικό ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία διότι ανέκαθεν οι εισαγωγές της Ευρώπης από την Ανατολή ήταν μεγαλύτερες από τις εξαγωγές της. Ο λόγος ήταν ότι η Ανατολή λίγα πράγματα ζητούσε από την Δύση σε αντάλλαγμα των καρυκευμάτων, των μεταξωτών, βαμβακερών που της έστελνε. Τα βαμβακερά της βιομηχανικής επανάστασης για πρώτη φορά ανέτρεψαν αυτή τη σχέση, που ως τότε είχε κρατηθεί σε ισορροπία με ένα συνδυασμό ληστείας και εξαγωγών χρυσού. Μόνο οι συντηρητικοί και αυτάρκεις Κινέζοι αρνούνταν ακόμη να αγοράσουν ό,τι είχε να προσφέρει η Δύση ή οι ελεγχόμενες από αυτήν οικονομίες, ωσότου, ανάμεσα στο 1815 και το 1842, οι δυτικοί έμποροι, με τη βοήθεια των δυτικών κανονιοφόρων, ανακάλυψαν ένα ιδεώδες που μπορούσε να εξαχθεί μαζικά από την Ινδία προς την Ανατολή: το όπιο.

Συνεπώς το βαμβάκι άνοιγε αστρονομικές κατά τα φαινόμενα προοπτικές ώστε να ωθήσει τους επιχειρηματίες να συμμετάσχουν στην περιπέτεια της βιομηχανικής επανάστασης. Φυσικά προσέφερε και τις συνθήκες που θα επέτρεπαν την ανάπτυξη αυτή. Οι νέες εφευρέσεις που έφεραν επανάσταση στην επεξεργασία του βαμβακιού -η κλωστική μηχανή και αργότερα ο μηχανικός αργαλειός-ήταν αρκετά απλές και φτηνές και αντιστάθμιζαν αμέσως το κόστος τους με την εξασφάλιση μεγαλύτερης απόδοσης. Η εγκατάσταση τους μπορούσε να γίνει και τμηματικά, εφόσον υπήρχε ανάγκη, από άτομα που ξεκινούσαν με λίγα δανεικά χρήματα, μια και αυτοί που έλεγχαν τον συσσωρευμένο πλούτο του 18ου αιώνα δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να επενδύσουν μεγάλα ποσά στη βιομηχανία. Στη συνέχεια η ανάπτυξη της βιομηχανίας μπορούσε να χρηματοδοτείται εύκολα από τα τρέχοντα κέρδη, διότι οι τεράστιες κατακτήσεις της στις αγορές, σε συνδυασμό με ένα σταθερό πληθωρισμό τιμών, προσέφεραν φανταστικού ύψους ποσοστά κέρδους.

Η βαμβακοβιομηχανία είχε και άλλα πλεονεκτήματα. Όλη η πρώτη ύλη της προερχόταν από το εξωτερικό και η βαμβακοπαραγωγή μπορούσε να αναπτύσσεται περισσότερο με τις αποτελεσματικές διαδικασίες που προσφέρονταν στους λευκούς στις αποικίες -δουλεία και νέες εκτάσεις για βαμβακοκαλλιέργεια- παρά με τις αργές διαδικασίες της ευρωπαϊκής γεωργίας. Ο ανεφοδιασμός άλλωστε της βιομηχανίας δεν αντισταθμιζόταν από τα κατεστημένα συμφέροντα των ευρωπαίων γεωργών. Με άλλα λόγια η βρετανική βιομηχανική επανάσταση εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το βαμβάκι. Η ανάπτυξη της βαμβακουργίας ήταν τόσο σημαντική και τόσο μεγάλη η βαρύτητα της στο εξωτερικό εμπόριο της Βρετανίας, που την έκανε να κυριαρχεί σε ολόκληρη την οικονομία.

Παρ' όλα αυτά η πρόοδος της βαμβακοβιομηχανίας κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν, και στη δεκαετία του 1830 καθώς και στις αρχές της δεκαετίας του 1840 εμφάνισε μεγάλα προβλήματα ανάπτυξης. Για να μπορέσει να προχωρήσει η βιομηχανική ανάπτυξη έπρεπε να περάσει σε μια άλλη φάση, στη δημιουργία βιομηχανίας κεφαλαιουχικών αγαθών (σιδηρουργία, χαλυβουργία, κατασκευή μηχανών). Σε συνθήκες όμως ελεύθερης αγοράς η εξαιρετικά μεγάλη επένδυση σε κεφάλαιο που απαιτείται για μια τέτοια ανάπτυξη αναλαμβάνεται πολύ πιο δύσκολα απ’ ότι στην περίπτωση της βαμβακουργίας λόγω έλλειψης ζήτησης για τέτοια προϊόντα.

Στις αρχές του 18ου αιώνα η εξόρυξη του άνθρακα αποτελούσε ουσιαστικά μια πρωτόγονη σύγχρονη βιομηχανία που χρησιμοποιούσε τις πιο πρώιμες ατμομηχανές. Τα ανθρακωρυχεία δεν χρειάστηκαν και δεν γνώρισαν σημαντική τεχνολογική επανάσταση την περίοδο 1780-1848. Οι καινοτομίες τους ήταν βελτιώσεις μάλλον παρά μετασχηματισμός των μεθόδων παραγωγής. Η τεράστια αυτή βιομηχανία μολονότι ίσως δεν αναπτυσσόταν αρκετά γρήγορα για πραγματικά μαζική εκβιομηχάνιση σημερινού τύπου, ήταν αρκετά μεγάλη για να δώσει κίνητρο στη βασική εφεύρεση που έμελλε να μετασχηματίσει τις βιομηχανίες κεφαλαιουχικών αγαθών: το σιδηρόδρομο.

Διότι τα ορυχεία δεν χρειάζονταν απλώς ατμομηχανές μεγάλης ισχύος σε μεγάλες ποσότητες, αλλά και αποτελεσματικά μέσα μεταφοράς μεγάλων ποσοτήτων άνθρακα από το μέτωπο εξόρυξης στο φρέαρ και ιδίως από την είσοδο της στοάς στο σημείο εκφόρτωσης. Από τεχνολογική άποψη, ο σιδηρόδρομος είναι το παιδί του ορυχείου, και ιδίως του ανθρακωρυχείου της βόρειας Αγγλίας.

Ακόμη δεν είχε αποδειχθεί η τεχνική του σκοπιμότητα και ωφέλεια στην Αγγλία (1825-1830) και είχαν ήδη γίνει σχέδια κατασκευής του στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου. Ο λόγος είναι ότι καμία άλλη εφεύρεση δεν αποκάλυπτε την δύναμη και την ταχύτητα της νέας εποχής. Ακόμη και οι πρώτοι σιδηρόδρομοι έφταναν την ταχύτητα των 60 μιλίων την ώρα. Ο σιδηρόδρομος ήταν το σύμβολο του θριάμβου του ανθρώπου μέσο της τεχνολογίας.

Στην πραγματικότητα, από οικονομική άποψη, τα τεράστια έξοδα που συνεπαγόταν ο σιδηρόδρομος ήταν και το κύριο πλεονέκτημα του. Μακροπρόθεσμα, η δυνατότητα να συνδέει χώρες αποκομμένες από την αγορά λόγω του υψηλού μεταφορικού κόστους, η μεγάλη ταχύτητα, έμελλε να αποκτήσουν πολύ μεγάλη σημασία.

Από την άποψη της οικονομικής ανάπτυξης, η τεράστια ανάγκη των σιδηροδρόμων για σίδηρο, χάλυβα, άνθρακα, βαριά μηχανήματα, εργατικά χέρια, επενδύσεις σε κεφάλαια, ήταν πιο σημαντική διότι δημιούργησε τη μεγάλη ζήτηση προκειμένου να μετασχηματισθούν οι βιομηχανίες κεφαλαιουχικών αγαθών τόσο ριζικά όσο είχε μετασχηματισθεί η βαμβακουργία.

Οικονομικές κρίσεις: Τυπολογία των κρίσεων

Κάθε κοινωνία υφίσταται τις κρίσεις των δομών της.

Κρίση παλαιού τύπου ή κρίση διατροφής.

Είναι κρίση κακής παραγωγής σιτηρών η οποία οφειλόταν στις χαμηλές αποδώσεις της γεωργίας, ως αποτέλεσμα του χαμηλού επιπέδου τεχνικής ανάπτυξης που γνώρισε ο τομέας αυτός στην διάρκεια της προβιομηχανικής περιόδου. Έτσι η παραγωγή σιτηρών εξαρτιόταν από τις καιρικές συνθήκες με αποτέλεσμα τις σιτοδείες οι οποίες αποτελούσαν ένα πολύ συχνό και οικείο φαινόμενο του παλαιού καθεστώτος. Η κρίση διατροφής η οποία συνήθως είναι τοπικής εμβέλειας επιτείνεται και από το κακό δίκτυο επικοινωνιών το οποίο δεν επιτρέπει την γρήγορη και φθηνή μεταφορά δημητριακών από την μια περιοχή στην άλλη. (Η εμφάνιση του σιδηροδρόμου και του ατμόπλοιου εξαλείφει τις κρίσεις διατροφής).

Συνέπειες της κρίσης

Σιτοδεία συνεπάγεται αύξηση της τιμής των δημητριακών και κατά συνέπεια αύξηση της τιμής του ψωμιού, του βασικότερου είδους διατροφής των ανθρώπων στη προβιομηχανική περίοδο. Αυτοί που πλήττονται περισσότερο είναι η μάζα των αγροτών η οποία ζει κάτω από την εξάρτηση των εμπόρων και των ευγενών γαιοκτημόνων μη διαθέτοντας καθόλου αποθέματα. Έτσι οι καλλιεργητές υποφέρουν από την έλλειψη δημητριακών χωρίς να είναι σε θέση να επωφεληθεί από την υψηλή τιμή των σιτηρών. Με άλλα λόγια σιτοδεία για τους αγρότες σημαίνει κακή διατροφή, επιδημίες και θάνατο.

Οι πόλεις, ιδίως οι παραθαλάσσιες, είναι καλύτερα οργανωμένες απέναντι στην κρίση. Διαθέτουν ένα σύστημα τροφοδοσίας, αποθήκες, αποθέματα ενώ έχουν την δυνατότητα εισαγωγής σιτηρών από το εξωτερικό. Ωστόσο οι άνθρωποι των πόλεων, λόγω της αύξησης της τιμής του ψωμιού, ελαχιστοποιούν το μέρος του εισοδήματος τους που πηγαίνει για την αγορά βιοτεχνικών κυρίως προϊόντων με αποτέλεσμα η κρίση να μεταφέρεται και στους άλλους τομείς της οικονομία

Οι κρίσεις παλαιού τύπου εμφανίζονται στην Ευρώπη μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.

Κρίση νέου τύπου ή κρίση καπιταλιστικού τύπου ή κρίση υπερπαραγωγής.

Η κρίση χαρακτηρίζεται από την επιβράδυνση ή την υποχώρηση της βιομηχανικής παραγωγής. Παρατηρείται πτώση των τιμών των προϊόντων, μείωση των μισθών, ελάττωση των κερδών αύξηση των πτωχεύσεων, γενίκευση της ανεργίας και αύξηση του ποσοστού των αυτοκτονιών...

Αίτια της κρίσης:

Η βασική αιτία της κρίσης εντοπίζεται στην ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης. Η παραγωγή - και κυρίως οι δυνατότητες της παραγωγής- υπερβαίνουν την «κοινωνική αγοραστική δύναμη». Δηλαδή υπάρχει υπερπροσφορά προϊόντων που οι αγοραστές από την πλευρά τους δεν μπορούν να καλύψουν. Αυτό συμβαίνει όχι γιατί έχουν ικανοποιηθεί όλες οι ανάγκες αλλά γιατί οι καταναλωτές δεν διαθέτουν το απαραίτητο εισόδημα. Με άλλα λόγια η υπερπαραγωγή δεν είναι «απόλυτη» αλλά «σχετική» ως προς την αγοραστική δύναμη.

Οι λόγοι που προκαλούν την διάσταση μεταξύ της παραγωγής και της αγοραστικής δύναμης είναι οι ακόλουθοι:

1. Αναρχία της παραγωγής. Κάθε επιχείρηση προσπαθεί να αυξήσει στο μέγιστο δυνατό σημείο την παραγωγή και τις πωλήσεις της.

2. Τα εισοδήματα δεν ακολουθούν πάντα ούτε την κίνηση των τιμών ούτε την κίνηση της παραγωγής.

3. Τέλος, ακόμη και στην περίπτωση που το πραγματικό εισόδημα ακολουθεί τους δείκτες της παραγωγής ή των τιμών θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την άνιση κατανομή του ανάμεσα στα κέρδη και τους μισθούς δηλαδή ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Έτσι η κατανάλωση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού αστικού και αγροτικού περιορίζεται λόγω του χαμηλού επιπέδου των εισοδημάτων τους.

Εκδήλωση της κρίσης.

Η κρίση ξεσπάει αρχικά στην σφαίρα της κυκλοφορίας του χρήματος με κύριο χαρακτηριστικό το χρηματιστηριακό κραχ και τις τραπεζικές πτωχεύσεις. Στην συνέχεια η κρίση μεταφέρεται στον εμπορικό τομέα και στο τέλος κτυπάει την βιομηχανία με αποτέλεσμα το κλείσιμο των εργοστασίων και την εμφάνιση της ανεργίας. Η εμφάνιση της κρίσης στην σφαίρα της κυκλοφορίας του χρήματος οφείλεται στα φαινόμενα της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας που επιφέρουν ανεξέλεγκτες και τεχνητές αυξήσεις στις τιμές των αξιών που στο τέλος καταλήγουν στην βίαιη και απότομη πτώση τους (κραχ).

Στην πραγματικότητα όμως πριν από την χρηματιστηριακή κρίση εμφανίζονται τα πρώτα φαινόμενα οικονομικής δυσπραγίας όπως είναι η πτώση των τιμών χονδρικής πώλησης η μείωση των κερδών των επιχειρήσεων και η επιβράδυνση της βιομηχανικής ανάπτυξης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα κρίσεων νέου τύπου είναι αυτές του 1873 (Μεγάλη Ύφεση 1873-1895), και του 1929.

Κρίση μεικτού τύπου.

Εμφανίζεται κατά την περίοδο της μετάβασης από το παλαιό καθεστώς στο καπιταλιστικό – βιομηχανικό σύστημα παραγωγής.

Συνυπάρχουν τα χαρακτηριστικά της κρίσης του παλαιού τύπου (σιτοδείες, ακρίβεια των σιτηρών) με τα χαρακτηριστικά της κρίση νέου τύπου (κερδοσκοπία και χρηματιστηριακές κρίσεις, στασιμότητα στην βιομηχανική ανάπτυξη).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα κρίσης μεικτού τύπου είναι η κρίση του 1846-1848.

Η περίοδος 1850-1875: Η χρυσή εποχή του φιλελευθερισμού

Αυτή η περίοδος αρχίζει μετά την επανάσταση του 1848 και τελειώνει με το ξέσπασμα της κρίσης το 1873 που οδήγησε σε μια παρατεταμένη οικονομική ύφεση διάρκειας περίπου 20 χρόνων.

Στην περίοδο του φιλελεύθερου θριάμβου η οικονομία στηριζόταν στην χωρίς φραγμούς ανταγωνιστική ιδιωτική επιχείρηση που παρέμενε μέχρι τη δεκαετία του 1870 μικρού ή μεσαίου μεγέθους και βεβαίως στη φάση αυτή δεν υπάρχει κρατικός παρεμβατισμός. Στον τεχνολογικό τομέα η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται ως «εποχή του σιδηροδρόμου».

Η περίοδος 1875-1914: Η εποχή των αυτοκρατοριών ή του Ιμπεριαλιασμού

Στον οικονομικό τομέα κυριαρχούν τα μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα (καρτέλ, τραστ, μονοπώλια) και οι πολύ σημαντικές κυβερνητικές παρεμβάσεις.

Η περίοδος αυτή μπορεί να χωριστεί σε δύο υποπεριόδους:

1875-1895, η περίοδος της Μεγάλης Ύφεσης που οδήγησε στον κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία και

1895-1914, η περίοδος ανάκαμψης της οικονομίας, Belle Epoque, που συμπίπτει με την εξάπλωση της δεύτερης τεχνολογικής βιομηχανικής επανάστασης.

Στην καπιταλιστική οικονομία της εποχής των αυτοκρατοριών καταγράφηκαν τέσσερις σημαντικές αλλαγές:

  • Νέα τεχνολογική εποχή, η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, που δεν καθορίζεται πια από τις εφευρέσεις και τις μεθόδους της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης: νέες πηγές ενέργειας (ηλεκτρισμός και πετρέλαιο, κινητήρας εσωτερικής καύσης), νέες μηχανές φτιαγμένες από νέα υλικά (ατσάλι, κράματα, μη σιδηρούχα μέταλλα), νέες βιομηχανίες με επιστημονική βάση όπως η οργανική χημική βιομηχανία.
  • Η αγορά προσβλέπει όλο και περισσότερο στην οικιακή κατανάλωση συνέπεια της ανόδου του εισοδήματος των εργαζομένων των Η.Π.Α. αλλά κυρίως της δημογραφικής αύξησης στις αναπτυγμένες χώρες: ο πληθυσμός της Ευρώπης σχεδόν διπλασιάστηκε στη διάρκεια αυτής της περιόδου ενώ των Η.Π.Α. πολλαπλασιάστηκε 2,5 φορές. Μπαίνουμε λοιπόν στην περίοδο της μαζικής παραγωγής ιδίως διαρκών καταναλωτικών αγαθών.
  • Την εποχή αυτή τα κέρδη δεν εξασφαλίζονται χάρη στον ανταγωνισμό μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων όπως στην εποχή του φιλελεύθερου θριάμβου στην οποία κυριαρχούσε το βιομηχανικό μονοπώλιο της Βρετανίας. Η μεταφιλελεύθερη περίοδος είναι η εποχή του διεθνούς ανταγωνισμού ανάμεσα σε εθνικές βιομηχανικές οικονομίες, τη βρετανική, τη γερμανική και τη βορειοαμερικανική. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης ο ανταγωνισμός αυτός οξύνθηκε και οδήγησε στην οικονομική συγκέντρωση, τον έλεγχο της αγοράς και τον παρεμβατισμό.
  • Ο κόσμος μπήκε στην εποχή του ιμπεριαλισμού, της ένταξης νέων χωρών ως κτήσεων στην παγκόσμια οικονομία όπου κυριαρχούσαν οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες. Εκτός από την πίεση του ανταγωνισμού των κρατών (που οδηγούσε τις ισχυρές χώρες στη διαίρεση της υφηλίου σε τυπικές ή άτυπες σφαίρες αποκλειστικής δράσης των επιχειρηματιών τους), των αγορών και της εξαγωγής κεφαλαίου, αυτή η εξέλιξη οφειλόταν επίσης στην όλο και μεγαλύτερη σημασία πρώτων υλών (πετρέλαιο, καουτσούκ, μη σιδηρούχα μέταλλα) που έλειπαν από τις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, για κλιματολογικούς και γεωλογικούς λόγους. Η εξέλιξη του νέου τύπου ανάπτυξης/εξάρτησης συνεχίστηκε σε μεγάλο βαθμό μέχρι την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930.
  • Β. Επεξηγηματικές σημειώσεις στο κεφάλαιο:

    3. ROGER PRICE: Ο μετασχηματισμός της γεωργίας

    ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

    Η Ευρώπη, την αγροτική οικονομία της οποίας θα εξετάσουμε στη συνέχεια αναλυτικότερα, διαφέρει, όπως είναι φυσικό από την σημερινή. Καθώς, όμως, ο αγροτικός τομέας δεν λειτουργεί ανεξάρτητα από το σύνολο της οικονομίας, σκόπιμο είναι να δούμε, αποσπασματικά έστω, ορισμένα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής οικονομίας:

    α) το μέγεθος του πληθυσμού, πρώτα απ’ όλα: στα 1800, οι ευρωπαίοι φτάνουν τα 187 εκατομμύρια – σήμερα είναι γύρω στα 600 εκατομμύρια

    β) Μιλάμε για μια Ευρώπη διαιρεμένη, τουλάχιστον στα δύο. Στις περιοχές ανατολικά του Έλβα (ανατολικές περιοχές της Γερμανίας, Πολωνία, Ουγγαρία) οι αγρότες, στις αρχές του 19ου αι., μα και πιο πριν, δεν ήταν ελεύθεροι καλλιεργητές αλλά δουλοπάροικοι: εργάζονταν σε κτήματα που δεν τους ανήκαν, όχι ως μισθωτοί, με βάση κάποιο συμβόλαιο, αλλά επειδή τους υποχρέωνε ο νόμος και δεν είχαν το δικαίωμα να εγκαταλείψουν το κτήμα. ακόμα περισσότερο, σε ορισμένες περιοχές της Ρωσίας, μπορούσαν να πουληθούν από τους κυρίους του κτήματος και ανεξάρτητα από αυτό. Στη δυτική Ευρώπη, αντίθετα, ο αγρότης ή δούλευε σε μια γη που του ανήκε, ή σε χωράφια που ενοικίαζε (δίνοντας ένα μερίδιο της παραγωγής στον ιδιοκτήτη ή πληρώνοντάς τον σε χρήμα).

    Η Αγγλία, τέλος, αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση: και εδώ, όπως και στην υπόλοιπη δυτική Ευρώπη, υπήρχαν μικροϊδιοκτήτες που καλλιεργούσαν μόνοι τους τα κτήματά τους. Το μεγαλύτερο μέρος της καλλιεργούμενης γης, όμως, ανήκε σε μεγάλους γαιοκτήμονες που το εκμίσθωναν σε διάφορους έμπορους-κεφαλαιούχους που το καλλιεργούσαν χρησιμοποιώντας μισθωτούς εργάτες.

    Είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση, πάντως, οι αγρότες δεν διέθεταν πολιτικά δικαιώματα: αυτά τα τελευταία τα είχαν μόνο οι ευγενείς. Άλλωστε, με εξαίρεση και πάλι την Αγγλία, σε όλα τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη το πολιτικό σύστημα που κυριαρχούσε (και θα χρειαστεί η γαλλική Επανάσταση του 1789 για να αλλάξουν τα πράγματα) ήταν αυτό της απόλυτης μοναρχίας.

    γ) Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, ο γεωργικός τομέας ήταν, και με διαφορά, ο μεγαλύτερος τομέας της οικονομίας. Απασχολούσε πάνω από τους μισούς εργαζόμενους (60%-80%), και η αξία των προϊόντων που παρήγαγε ήταν πολύ μεγαλύτερη από εκείνη της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας.

    Άλλωστε, η ανάπτυξη της γεωργίας, μέχρι ένα σημείο τουλάχιστον, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη τόσο της βιομηχανίας όσο και των υπηρεσιών μια που (κάνοντας αφαίρεση του εξωτερικού εμπορίου) είναι ο γεωργικός τομέας που προμηθεύει τα απαραίτητα τρόφιμα στους απασχολούμενους στους δύο άλλους τομείς.

    δ) Πριν την εμφάνιση του σιδηρόδρομου και του ατμόπλοιου(μέσα του 19ου αιώνα), το κόστος μεταφοράς για τα διάφορα προϊόντα ήταν πολύ υψηλό. Η παραγωγή των αγροτικών προϊόντων έπρεπε να γίνεται λοιπόν κοντά στους τόπους κατανάλωσης.

    ΠΙΝΑΚΑΣ 1: ΤΑ ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥΣ

    ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΚΩΝ

    ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΗ ΕΚΤΑΣΗ ΑΝΑ ΕΡΓΑΤΗ (στρέμματα)

    ΠΑΡΑΓΩΓΗ / ΣΤΡΕΜΜΑ (Kg)

    ΠΑΡΑΓΩΓΗ / ΕΡΓΑΤΗ (Kg)

    Χειρωνακτική καλλιέργεια (αρχαιότητα)

    10

    100

    1.000

    Με αγρανάπαυση και ελαφρά ζεύξη (αρχαιότητα)

    30

    60

    1.800

    Με αγρανάπαυση και βαριά ζεύξη (μεσαίωνας)

    50

    60

    3.000

    Χωρίς αγρανάπαυση και βαριά ζεύξη (μέσα 18ου αιώνα)

    50

    100

    5.000

    Χωρίς αγρανάπαυση και εκμηχανισμένη ζωική ζεύξη (τέλη 19ου αιώνα)

    100

    100

    10.000

    Χωρίς αγρανάπαυση με εκμηχανισμένη μηχανική ζεύξη και χημικά λιπάσματα (τέλη 20ου αιώνα)

    1.000

    500

    500.000

    M. Mazoyer – L. Roudart, Ιστορία των γεωργιών του κόσμου


    Ζωτικό ελάχιστο: η ελάχιστη ποσότητα τροφίμων που πρέπει να λαμβάνει ο ανθρώπινος οργανισμός προκειμένου να διατηρείται στη ζωή. Αντιστοιχεί με το θερμιδικό ισοδύναμο των 200 Kg σιτηρών ανά έτος.

    Για την ανάγνωση του κειμένου

    1 εκτάριο = 10 στρέμματα

    1 εκτάλιτρο = 90 κιλά

    ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

    Το κεφάλαιο χωρίζεται σε πέντε υποενότητες:α) τα «παραδοσιακά» αγροτικά συστήματα (τα παραπάνω τρία πρώτα του πίνακα, δηλ. χειρονακτική καλλιέργεια καθώς και τα δύο συστήματα με αγρανάπαυση) β) την πρώτη «αγροτική επανάσταση» που ξεκινά από την Βρετανία και τις κάτω χώρες γύρω στα 1750 και επεκτείνεται στην Ευρώπη μέχρι τα 1850 (το τέταρτο σύστημα, δηλ. καλλιέργεια χωρίς αγρανάπαυση) γ) τα κίνητρα που ώθησαν σε επιπλέον αλλαγές και στην πρώτη εκμηχάνιση (το πέμπτο σύστημα) και δ) στην ολοκλήρωση της εκμηχάνισης και στην αρχή της χρησιμοποίησης χημικών λιπασμάτων που αρχίσει στα τέλη του 19ου αιώνα και ολοκληρώνεται μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο – την δεύτερη «αγροτική επανάσταση». Ειδική αναφορά γίνεται στην μεγάλη κρίση της ευρωπαϊκής γεωργίας, από το 1870 και ύστερα, την πρώτη γεωργική κρίση που οφείλεται όχι σε καταστροφή της σοδειάς και έλλειψη τροφίμων (κρίση παλαιού τύπου) αλλά αντίθετα σε υπερπαραγωγή και πτώση των τιμών (κρίση νέου τύπου).

    Ι. Παραδοσιακά αγροτικά συστήματα

    Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η μεγάλη πλειονότητα των αγροτών παρήγαγε, κυρίως δημητριακά, με σκοπό την αυτοκατανάλωση. Ελάχιστες μόνο περιοχές, όπως στη Νότια Αγγλία και τις Κάτω χώρες παρήγαγαν γεωργικά προϊόντα με σκοπό την εμπορευματικοποίησή τους. Και αυτό γιατί το κόστος των χερσαίων μεταφορών ήταν μεγάλο (υπολογίζεται πως η τιμή του σταριού διπλασιαζόταν για κάθε 100 χιλιόμετρα δρόμου). Άρα κάθε περιοχή έπρεπε να παράγει μόνη της τα απαραίτητα για την διατροφή των ανθρώπων της προϊόντα.

    Τα πράγματα ήταν διαφορετικά όπου η μεταφορά μπορούσε να γίνει δια θαλάσσης, γιατί οι θαλάσσιες μεταφορές κόστιζαν λιγότερο. Δεν είναι τυχαίο που οι μεγάλες πόλεις ήταν πόλεις λιμάνια ή διασχίζονταν από μεγάλους ποταμούς (Λονδίνο, Παρίσι).

    Το κύριο βάρος έπεφτε στην παραγωγή των δημητριακών: μπορούσαν να μεταφερθούν πιο εύκολα, να αποθηκευτούν περισσότερο χρόνο και παρείχαν περισσότερες θερμίδες για κάθε στρέμμα γης που αφιερωνόταν στην καλλιέργειά τους από εκείνες που θα παρείχε η ίδια έκταση γης που είχε διατεθεί στην κτηνοτροφία. Στα 1850 ακόμα, στη Γαλλία, η μισή έκταση γης που καλλιεργούταν ήταν αφιερωμένη στα δημητριακά.

    Δίπλα στα δημητριακά υπήρχε το αμπέλι και στον μεσογειακό κόσμο η ελιά. Υπήρχαν ακόμα κήποι (το απαραίτητο συμπλήρωμα της αγροτικής εκμετάλλευσης) και «βιομηχανικά» φυτά όπως η κάνναβη, το λινάρι και ο καπνός.

    Τα ζώα, απαραίτητα για την κοπριά τους που χρησίμευε ως λίπασμα, είχαν καταντήσει να θεωρούνται αναγκαίο κακό.

    Ποίος ήταν ο όγκος της παραγωγής; Διέφερε, όπως ήταν επόμενο από χρονιά σε χρονιά και από περιοχή σε περιοχή. Καθώς αυξάνεται ο πληθυσμός καινούργια εδάφη εκχερσώνονται και καλλιεργούνται, εδάφη που ήταν συνήθως λιγότερο γόνιμα από τα προηγούμενα. Αν πάρουμε μια καλή χρονιά, το 1850, στη Γαλλία, για κάθε καλλιεργούμενο στρέμμα η παραγωγή έφτασε τα 100 κιλά. Στην πραγματικότητα όμως, για την παραγωγή αυτών των 100 κιλών συχνά χρειαζόταν άλλο ένα στρέμμα γης, που ήταν σε αγρανάπαυση.

    Μια πενταμελής οικογένεια λοιπόν, που είχε στη διάθεσή της 100 στρέμματα γης και εφάρμοζε διετή αγρανάπαυση, καλλιεργούσε τα 50 και έβγαζε 5.000 κιλά δημητριακών. Για την διατροφή της χρειαζόταν 1.000 κιλά (200Χ5). Με μια απόδοση 1:5, αν δηλ. για κάθε σπόρο που όργωνε η παραγωγή ήταν 5, τότε θα έπρεπε να φυλάξει 1.000 κιλά επίσης για την επόμενη χρονιά. Θα έπρεπε να πληρωθεί επίσης ο φόρος, και να πληρωθεί το μερίδιο του γαιοκτήμονα, αν η γη που δούλευε ο αγρότης δεν ανήκε στην ιδιοκτησία του.

    Τελικά αυτά που έμενα ήταν λίγα. Γιατί οι σοδειές δεν ήταν πάντα καλές, μα και γιατί όλοι οι αγρότες δεν διέθεταν 100 στρέμματα γης.

    Μεγάλες ιδιοκτησίες είχαν δημιουργηθεί παντού: στη Βρετανία, οι ευγενείς και οι αριστοκράτες στις αρχές του 19ου αιώνα κατείχαν το 70% της γης, στην Πρωσία το 40%, στη Γαλλία το 20%.

    Στην Αγγλία, πάντα τον 19ο αιώνα βρίσκουμε τρεις κοινωνικές ομάδες στην ύπαιθρο: τους γαιοκτήμονες, τους εκμισθωτές γης και τους (μισθωτούς) εργάτες. Οι γαιοκτήμονες, έχοντας στην ιδιοκτησία τους μεγάλες εκτάσεις γης επένδυαν σε εγγειοβελτιωτικά έργα και την ενοικίαζαν σε εκμισθωτές παίρνοντας ένα καθορισμένο χρηματικό ποσό (γαιοπρόσοδος).Οι εκμισθωτές με τη σειρά τους την καλλιεργούσαν με την χρησιμοποιήση μισθωτών εργατών. Παρόλα αυτά, ο χωρικός – αγρότης που είχε τη δική του γη δεν έλειψε ούτε κι εδώ τουλάχιστον μέχρι το 1870, οπότε οι διαδικασίες της συγκέντρωσης επιταχύνθηκαν - μόνο το 12% της γης καλλιεργούταν από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες της.

    Στην Ιρλανδία τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εκεί, όπως σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ευρώπης, ο γαιοκτήμονας απουσιάζει σε κάποια πόλη (απουσιασμός), και αρκείται στον ρόλο του εισοδηματία χωρίς ο ίδιος να επενδύει στα κτήματά του.

    Στην Γαλλία η κοινωνική ομάδα που επικρατούσε ήταν οι χωρικοί. Πρόκειται για αγρότες που καλλιεργούσαν τη δική τους γη και όταν αυτή δεν ήταν αρκετή συμπλήρωναν την εκμετάλλευσή τους νοικιάζοντας και γη που ανήκε στους ευγενείς, δίνοντας σ’ αυτούς τους τελευταίους ένα μερίδιο της παραγωγής ή καταβάλλοντάς τους ένα από τα πριν καθορισμένο χρηματικό ποσό. Μόνο στην λεκάνη του Παρισιού αναπτύχθηκε το αγγλικό σύστημα με γαιοκτήμονες και μεγάλους εκμισθωτές αλλά και εκεί η χρησιμοποίηση της μισθωτής εργασίας ήταν περιορισμένη: οι εκμισθωτές με τη σειρά τους μοίραζαν τη γη σε μικρά αγροτεμάχια παίρνοντας από τους καλλιεργητές ένα τμήμα της παραγωγής.

    Μια άλλη διαφορά σε σχέση με την αγγλική περίπτωση ήταν η αδιαφορία των γάλλων γαιοκτημόνων να προχωρήσουν σε επενδύσεις που θα αύξαναν την απόδοση των εδαφών τους. Έτσι, η γαλλική γεωργία παρέμεινε πολύ πιο πίσω από την αγγλική.

    Στην Γερμανίαανατολικά του ποταμού Έλβα- η εκμετάλλευση των μεγάλων κτημάτων γινόταν άμεσα από τους ευγενείς με το σύστημα της δουλοπαροικίας: οι αγρότες έπαιρναν μικρά κομμάτια γης τα οποία καλλιεργούσαν για τον εαυτό τους και σε αντάλλαγμα δούλευαν ορισμένες μέρες την εβδομάδα στα χωράφια που οι ευγενείς είχαν κρατήσει γι αυτό το σκοπό.

    Το σύστημα της δουλοπαροικίας εφαρμοζόταν και στη Ρωσία μόνο που εκεί, αντίθετα από την Γερμανία, οι ευγενείς συμπεριφέρονταν ως εισοδηματίες, αποφεύγοντας να αναμειχθούν στη διεύθυνση των κτημάτων. Έπαιρναν απλώς όσα περισσότερα μπορούσαν από τους αγρότες, αυξάνοντας τις ημέρες της υποχρεωτικής εργασίας – αγγαρείας και προσπαθούσαν να χρηματοδοτήσουν έναν δαπανηρό τρόπο ζωής που τους βύθιζε συχνά σε υπέρογκα χρέη.

    Στην βόρεια Ιταλία οι διαχειριστές των κτημάτων χρησιμοποιούσαν σε εποχιακή βάση έναν μεγάλο αριθμό μισθωτών εργατών, ενώ οι μόνιμοι και βασικοί εργαζόμενοι, όπως οι χειριστές των αρότρων, έμεναν στο κέντρο του κτήματος σε πλινθόκτιστα, πρόχειρα κατασκευασμένα σπίτια.

    ΔΟΥΛΟΠΑΡΟΙΚΙΑ

    ΓΗ ΣΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΚΑΤΟΧΗ ΤΟΥ ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΑ – ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΟΥΛΟΠΑΡΟΙΚΟΥΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΓΓΑΡΕΙΑΣ

    ΜΙΚΡΟΙ ΚΛΗΡΟΙ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕΙ Ο ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΔΟΥΛΟΠΑΡΟΙΚΟΥΣ – Ο,ΤΙ ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ ΧΡΗΣΙΜΕΥΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΟΥΣ

    ΑΓΓΑΡΕΙΑ: Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΠΑΡΟΙΚΟΥ ΝΑ ΕΡΓΑΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΙΑΤΗΡΕΙ Ο ΓΑΙΟΚΤΗΜΟΝΑΣ ΔΩΡΕΑΝ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

    Στην νότια Ιταλία, αντίθετα, οι απουσιάζοντες στις πόλεις ευγενείς νοίκιαζαν τα κτήματά τους σε αστούς μεσάζοντες που με την σειρά τους τα υπενοικίαζαν σε φτωχούς μεροκαματιάρηδες.

    Παντού κυριαρχούσε η καλλιέργεια των δημητριακών. Κάθε αγροτική οικογένεια έπρεπε να φροντίζει να είναι αυτάρκης στα σιτηρά που ήταν απαραίτητα για την διατροφή της γιατί το κόστος μεταφοράς καθιστούσε ιδιαίτερα δαπανηρή την προμήθειά τους μέσω του εμπορίου. Εξαίρεση αποτελούσαν οι παράλιες περιοχές και εκείνες που βρίσκονταν δίπλα στους ποταμούς γιατί η μεταφορά δια θαλάσσης ήταν φθηνότερη. Η ύπαρξη μιας πόλης, τέλος, έδινε την δυνατότητα στις κοντινές αγροτικές εκμεταλλεύσεις να προχωρήσουν στην εμπορευματοποίηση μέρους των προϊόντων τους αλλά και στη διαφοροποίησή τους.

    Το βασικό εργαλείο του αγρότη ήταν το άροτρο. Αυτό μπορούσε να είναι ελαφρύ - ξύλινο, άρα και φτηνό στην κατασκευή του.. Είχε όμως το μειονέκτημα ότι σκάλιζε την γη σε βάθος 10-20 εκατοστών, πράγμα που καθιστούσε αναγκαίο να επαναλαμβάνεται τακτικά το όργωμα για να ανακατώνεται το χώμα και να ξεριζώνονται τα αγριόχορτα. Ένας εργάτης (με την οικογένειά του) δεν μπορούσε να καλλιεργήσει, χρησιμοποιώντας άροτρο αυτού του τύπου πάνω από 30 στρέμματα. Στο σύστημα αυτό (διετής αγρανάπαυση με ελαφρά ζεύξη – πίνακας 1), η εικόνα του αγρού φαίνεται σχηματικά στο σχήμα που ακολουθεί.

    Το τροχοφόρο άροτρο, αντίθετα, ήταν ικανό να οργώνει βαθύτερα. Άρχισε να διαδίδεται στην Ευρώπη από το έτος 1000 μ.Χ. και αύξησε την έκταση της γης που μπορούσε να καλλιεργήσει ένας εργάτης, σε 50 στρέμματα. Ήταν όμως πιο ακριβό στην κατασκευή του και απαιτούσε, για την χρήση του, περισσότερα ζώα έλξης ( αγρανάπαυση με βαριά ζεύξη). Έτσι, δυνατότητα να το αποκτήσουν είχαν μόνο οι εύποροι αγρότες, ενώ οι υπόλοιποι παρέμεναν στο παλιό, το αρχαίο άροτρο, σαν αυτά που περιγράφει ο Ησίοδος.

    1η ΧΡΟΝΙΑ

    ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΟ ΤΜΗΜΑ

    ΤΜΗΜΑ ΣΕ ΑΓΡΑΝΑΠΑΥΣΗ

    2η ΧΡΟΝΙΑ

    ΤΜΗΜΑ ΣΕ ΑΓΡΑΝΑΠΑΥΣΗ

    ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΎΜΕΝΟ ΤΜΗΜΑ

    Αν το τροχοφόρο άροτρο και τα ζώα ζεύξης ήταν δύο πολύ σημαντικές επενδύσεις για την αγροτική εκμετάλλευση, σημαντικότερη και από τις δύο ήταν η επένδυση στην γη. Αυτή η «πείνα» των αγροτών για γη δεν οφείλεται μόνο σε οικονομικούς υπολογισμούς: το μέγεθος του αγροκτήματος, όπως και της κατοικίας (με τους αποθηκευτικούς χώρους της) ήταν σημείο κύρους, έδειχνε την θέση της κάθε οικογένειας στην κοινωνική ιεραρχία που επικρατούσε στο χωριό.

    Μιλήσαμε προηγουμένως για τις αποδόσεις και συμβατικά θεωρήσαμε ότι μια μέση απόδοση ήταν του ύψους 1:5. Στην πραγματικότητα, αν και τα στατιστικά στοιχεία που διαθέτουμε είναι γεμάτα λάθη, οι αποδόσεις κυμαίνονταν από 1:4,4 στην ανατολική Ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα, 1:5,4 στη Γαλλία, μέχρι 1:11,3 στη Βρετανία και την Ολλανδία. Με τέτοιες διαφορές είναι φανερό ότι δεν έχουμε ένα, αλλά πολλά γεωργικά συστήματα στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

    ΙΙ. Η πρώτη «αγροτική επανάσταση», 1730-1850.

    Ο όρος «αγροτική επανάσταση» χρησιμοποιείται εδώ καταχρηστικά: στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με αλλαγές που επιτελούνται με αργούς ρυθμούς ξεκινώντας στα μέσα του 18ου αιώνα στις Κάτω Χώρες και την ανατολική Αγγλία και επεκτείνονται στις βόρειες περιοχές της Γαλλίας και στην υπόλοιπη Ευρώπη μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.

    Το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των αλλαγών ήταν ο περιορισμός των εδαφών που έμεναν ακαλλιέργητα κάθε χρόνο και βρισκόταν σε αγρανάπαυση (βλ. σχήμα σελίδα 6). Στο τμήμα εκείνο του εδάφους που πριν έμενε «νεκρό», αχρησιμοποίητο, τώρα καλλιεργούσαν κτηνοτροφικά φυτά (π.χ. τριφύλλι). Με τον τρόπο αυτό και το έδαφος ανακτούσε τις δυνάμεις του από την προηγούμενη καλλιέργεια των δημητριακών και, χάρη στην παραγωγή φυτών κατάλληλων για τα ζώα, μπορούσε να αυξηθεί η κτηνοτροφική παραγωγή και άρα το διαθέσιμο λίπασμα, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτό την παραγωγικότητα του εδάφους.

    Όπως το θέτει μια απόφαση της Γαλλικής Βουλής του 1794:

    Χωρίς λίπασμα δεν υπάρχουν συγκομιδές, χωρίς ζώα δεν υπάρχει λίπασμα. χωρίς τεχνητούς λειμώνες δεν υπάρχουν ζώα. τέλος, χωρίς την κατάργηση των αγραναπαύσεων υπάρχουν ελάχιστοι ή καθόλου τεχνητοί λειμώνες. Όλα συνδέονται στη γεωργία, το σύστημά της πρέπει να είναι άρτιο.

    Η εντατικοποίηση της παραγωγής που επετεύχθη με αυτόν τον τρόπο φαίνεται από το γεγονός ότι αν και τα εδάφη τα αφιερωμένα στην καλλιέργεια των δημητριακών αυξήθηκαν στην Γαλλία, μεταξύ του 1840 και του 1880 μόνο κατά 3%, το προϊόν αυξήθηκε κατά 23%. Με τον τρόπο αυτό μπόρεσε, άλλοτε καλά και άλλοτε με κρίσεις, να τραφεί ο αυξανόμενος πληθυσμός της Ευρώπης: αυτός ο τελευταίος πέρασε (συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας) από 135 εκατομμύρια (1750) στα 200 εκατομμύρια (1850) για να φτάσει τα 410 εκατομμύρια στις αρχές του 20ου αιώνα (1900).

    Άλλοτε καλά και άλλοτε με κρίσεις: γιατί οι αγροτικές κρίσεις, που μετατρεπόταν σε κρίσεις διατροφής ήταν συνεχείς, τουλάχιστον μέχρι το 1850 στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Μια από αυτές, η κρίση του 1789 και η αύξηση της τιμής του ψωμιού στην Γαλλία ήταν άλλωστε και μία από τις αιτίες που πυροδότησαν την Γαλλική Επανάσταση. Κρίσεις, που συνοδεύονται από πολιτικές ταραχές, έχουμε ακόμα το 1793, το 1830 και το 1848-1850. Στην τελευταία περίπτωση η κρίση πήρε την πιο δραματική της μορφή στην Ιρλανδία, όπου είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο από πείνα και τις αρρώστιες που την συνοδεύουν 1.000.000 ανθρώπων.

    Η κρίση του 1850, στο μεταίχμιο ανάμεσα στην προβιομηχανική και την βιομηχανική εποχή ήταν η τελευταία που γνώρισε η Ευρωπαϊκή ήπειρος. Στη συνέχεια, όπως θα δούμε παρακάτω, οι αγροτικές κρίσεις, δεν είναι πια κρίσεις υπο-παραγωγής αλλά υπερ-παραγωγής, με πτώση των τιμών και μείωση των εισοδημάτων των αγροτικών νοικοκυριών.

    Η αύξηση του αστικού πληθυσμού, και άρα η αύξηση των καταναλωτών και της ζήτησης για αγροτικά προϊόντα ήταν μία από τις αιτίες που αύξησαν την παραγωγή. Συγχρόνως και άλλοι παράγοντες λειτούργησαν προς αυτή την κατεύθυνση, όπως η βελτίωση του οδικού δικτύου που μείωσε το κόστος μεταφοράς και επέτρεψε την μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση και διαφοροποίηση των προϊόντων: νέα προϊόντα εισάγονται από την Αμερική, όπως ο αραβόσιτος και η πατάτα, που έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις και αν και στην αρχή προοριζόταν για τροφή των ζώων πέρασαν σχετικά σύντομα στην ανθρώπινη διατροφική αλυσίδα.

    Θα πρέπει πάντως να θυμόμαστε ότι, παρά τις προόδους για τις οποίες μιλάμε, η ζωή για τους μεσαίους, και πολύ περισσότερο για τους φτωχούς αγρότες δεν ήταν καθόλου εύκολη. Έτσι, για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους αναγκάζονται να ασχοληθούν, παραμένοντας στην ύπαιθρο, και με βιοτεχνικές δραστηριότητες που σχετίζονται με την υφαντουργία (πρωτοεκβιομηχάνιση). Εκείνοι που δεν τα έβγαζαν πέρα αναγκάστηκαν να καταφύγουν στις πόλεις και να δουλέψουν –κάτω από άθλιες για τα σημερινά δεδομένα συνθήκες- στα εργοστάσια.

    Τέλος, η φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, που ξεκίνησε από την Αγγλία με την κατάργηση του νόμου για την προστασία της εγχώριας παραγωγής των σιτηρών, είχε ως αποτέλεσμα την μείωση των τιμών και των αγροτικών εισοδημάτων κάνοντας πιο δύσκολα τα πράγματα.

    M. Mazoyer – L. Roudart, Ιστορία των γεωργιών του κόσμου

    IΙI. Πρόσθετα κίνητρα αλλαγής

    Η ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής οφείλεται σε δύο παράγοντες: στην μεταβολή του γενικού οικονομικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο λειτουργεί ο γεωργικός τομέας και στην αλλαγή του προϋπάρχοντος κοινωνικού καθεστώτος σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.

    Κοινωνικές αλλαγές: Η μεγαλύτερη από όλες τις ανατροπές στο κοινωνικό τοπίο είναι, αναμφίβολα, η Γαλλική Επανάσταση (1789). Ένα μεγάλο μέρος των πρώην ευγενών έχασαν τα κτήματά τους, τα οποία περιήλθαν είτε σε πλούσιους εμπόρους των πόλεων είτε σε εύπορους χωρικούς. Πάντως, το βέβαιο είναι ότι μεγάλωσε ο αριθμός των χωρικών που καλλιεργούσαν δικά τους κτήματα.

    Στη Γερμανία, με τις μεταρρυθμίσεις του 1810, δημιουργήθηκε μια ελεύθερη αγορά γης, ενώ προηγουμένως οι αγοραπωλησίες μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μόνο μεταξύ των ευγενών. Μετά τις επαναστάσεις του 1848 οι χωρικοί μπορούσαν να αποκτήσουν πλήρη ιδιοκτησία στα κτήματα που καλλιεργούσαν, αλλά μόνο υπό τον όρο ότι θα έδιναν το ένα τρίτο ή το ένα δεύτερο στους πρώην φεουδάρχες.

    Και στην Αυστριακή Αυτοκρατορία η απελευθέρωση των δουλοπάροικων πραγματοποιήθηκε το 1848, εδώ όμως ο αντίκτυπος των μεταρρυθμίσεων ήταν μέτριος γιατί διασώθηκαν μεγάλα κτήματα ευγενών.

    Η απελευθέρωση των δουλοπάροικων πραγματοποιήθηκε στην Ρωσία το 1861. Εδώ, όμως, δεν κυριάρχησε η μικρή ιδιοκτησία των χωρικών αλλά η συλλογική κυριότητα όλης της κοινότητας των αγροτών στα εδάφη του χωριού, που ονομαζόταν mir. Κάθε οικογένεια είχε στην κατοχή της και καλλιεργούσε, ανάλογα με τον αριθμό των μελών της, μια ορισμένη έκταση γης. Περιοδικά, συνήθως ανά δεκαετία, ανάλογα με τις μεταβολές που είχαν συμβεί στον αριθμό των μελών της κάθε οικογένειας η γη του χωριού μοιραζόταν και πάλι.

    Με την επανάσταση του 1905, ο θεσμός του mir άρχισε να εξασθενίζει και να αντικαθίσταται από την απόλυτη ιδιοκτησία στη γη.

    Στην Ιταλία και την Ισπανία η κατάργηση της φεουδαρχίας συνοδεύτηκε από την Γαλλική κατοχή που επέφεραν στις δύο αυτές χώρες οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι.

    Στην Ελλάδα, τη Σερβία και την Βουλγαρία η εκδίωξη των τούρκων τσιφλικάδων, αποτέλεσμα των εθνικών επαναστάσεων που συνέβησαν σ΄ αυτές τις χώρες είχε ως αποτέλεσμα τον αναδασμό της γης.

    Τρία λοιπόν σημαντικά σημεία καμπής: 1789, 1848, 1861.

    Αλλαγές στο γενικότερο οικονομικό περιβάλλον: Η κυριότερη από αυτές ήταν η επανάσταση στον τομέα των μεταφορών και η εμφάνιση, από το 1840 του σιδηρόδρομου. Η εξάπλωση του σιδηροδρομικού δικτύου μείωσε κατά πολύ το κόστος μεταφοράς των αγροτικών προϊόντων και επέτρεψε την ανάπτυξη των πόλεων συμβαδίζοντας με την εκβιομηχάνιση. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν αγορές, και για τα αγροτικά προϊόντα, που μερικές δεκαετίες νωρίτερα ήταν αδύνατες. Πρόκειται για αγορές που άρχισαν να συνδέονται μεταξύ τους, επηρεάζοντας τις τιμές η μία της άλλης. Έτσι, στη νότια Ρωσία, οι τιμές των σιτηρών διπλασιάστηκαν τη δεκαετία του 1880, φτάνοντας στο επίπεδο των τιμών της δυτικής Ευρώπης.

    IV. Μια δεύτερη «αγροτική επανάσταση»

    Από το 1850 και ύστερα, οι καινοτομίες στη γεωργία αρχίζουν να επεκτείνονται και να παίρνουν μόνιμο χαρακτήρα, σε όλη σχεδόν την ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι τρεις κύριοι παράγοντες που ευνόησαν και επέβαλλαν αυτές τις αλλαγές ήταν οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις –για τις οποίες μιλήσαμε προηγουμένως-, η μείωση του κόστους μεταφορών μετά την εμφάνιση του σιδηροδρόμου και η αστικοποίηση.

    Η μείωση του κόστους μεταφορών και η αύξηση του πληθυσμού των πόλεων μετέβαλαν τα δεδομένα της αγοράς από την μεριά της ζήτησης. Η αύξηση του πληθυσμού του Παρισιού, για παράδειγμα, αύξησε την ζήτηση για φτηνό κρασί το οποίο μπορούσε να μεταφερθεί στην πόλη από την Νότια Γαλλία όπου παραγόταν, σε σχετικά χαμηλές τιμές, χάρη στην εξάπλωση του σιδηροδρομικού δικτύου.

    Από την πλευρά της παραγωγής, τώρα, η χρησιμοποίηση όλο και περισσότερο χημικών λιπασμάτων, εργαλείων και μηχανημάτων, αλλά και η περιφερειακή εξειδίκευση είχαν ως αποτέλεσμα, αφ΄ ενός την αύξηση της παραγωγικότητας ανά στρέμμα και αφ΄ ετέρου την αύξηση της παραγωγής ανά εργαζόμενο.

    Παντού, η πιο εντατική καλλιέργεια ήταν εκείνη που συνδύαζε την ανάπτυξη μεικτών αγροτικών συστημάτων: καλλιέργεια δημητριακών, σε ένα τμήμα του αγρού, ενώ στο υπόλοιπο καλλιεργούσαν χορτονομές για την εκτροφή των ζώων. Ο συνδυασμός γεωργίας και κτηνοτροφίας, που είχε ξεκινήσει πριν το 1850 αλλά τώρα επεκτάθηκε, αύξησε την παραγωγικότητα του πρωτογενούς τομέα και έκανε δυνατή την αύξηση του πληθυσμού της Ευρώπης και την αστικοποίηση. Η αστικοποίηση πάλι, επέτρεψε την βιομηχανική ανάπτυξη.

    Αποδόσεις σίτου σε κιλά ανά στρέμμα (1800-1895

    ΧΩΡΑ

    1800

    1850

    1910

    1936

    1985

    1910/1800

    Γερμανία

    56

    58

    104

    128

    324

    1,85

    Γαλλία

    48

    61

    74

    87

    321

    1,55

    Ηνωμένο Βασίλειο

    76

    98

    120

    129

    374

    1,57

    Ρωσία

    30

    30

    37

    52

    94

    1,22

    (Το βιβλίο αναφέρεται σε μετρικούς στατήρες και εκτάρια: 1 μετρικός στατήρας = 56 κιλά, και 1 εκτάριο = 10 στρέμματα)

    Πολλές περιοχές γνώρισαν ένα σύντομο χρυσό αιώνα, για τριάντα ή σαράντα χρόνια, μέχρι το 1880, οπότε έχουμε την πρώτη αγροτική κρίση νέου τύπου: η υπερπαραγωγή που σημειώθηκε τότε, μείωσε τις τιμές των αγροτικών προϊόντων και τα εισοδήματα των χωρικών. Μέχρι τότε, όμως, δηλαδή από το 1850 μέχρι το 1880, η αύξηση της ζήτησης και η αντίστοιχη αύξηση των τιμών είχε ως αποτέλεσμα την βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης στην ύπαιθρο και την αύξηση της ζήτησης για βιομηχανικά προϊόντα, προκαλώντας έναν κύκλο ανάπτυξης. Από το 1870, η χρησιμοποίηση χημικών λιπασμάτων αύξησε ακόμα περισσότερο την αγροτική παραγωγή.

    Ακόμα και τότε όμως, τα εργατικά ημερομίσθια αποτελούσαν το 1/3 του συνολικού κόστους των μεγάλων αγροκτημάτων. Έτσι, η μικρή οικογενειακή εκμετάλλευση μπόρεσε να επιβιώσει, μιας που γι’ αυτήν ελάχιστη σημασία είχε το κόστος εργασίας.

    Η καθαυτό εκμηχάνιση, η αντικατάσταση των εργατικών χεριών από εκμηχανισμένη ζωική ζεύξη (δες πίνακα 1) ήταν μια πολύπλοκη και αργόσυρτη διαδικασία. Τα πρώτα αυτά εργαλεία ήταν ακριβά για την μικρού μεγέθους αγροτική επιχείρηση και παρουσίαζαν συχνά βλάβες. Συγχρόνως, οι αγρότες αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν στην εισαγωγή τους στην παραγωγική διαδικασία, αφού άμεσο αποτέλεσμα ήταν η αύξηση της ανεργίας. Τελικά επιβλήθηκαν μόνο μετά την έναρξη της μετανάστευσης προς τον Νέο Κόσμο, σαν αποτέλεσμα μάλλον παρά σαν προϋπόθεση της μεταναστευτικής διαδικασίας.

    Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες των μέσων του 19ου αιώνα, αυτοί της Νότιας Αγγλίας και της Βόρειας Γαλλίας, όριζαν τους όρους της μίσθωσης και επίσης έδιναν τα απαιτούμενα κεφάλαια για την πραγματοποίηση στη γη τους δαπανηρών έργων, όπως ήταν η αποστράγγιση των ελωδών περιοχών. Σε άλλες περιοχές όμως, όπως στη Ρωσία ή τη Νότια Ιταλία, αρκούνταν να εισπράττουν ενοίκιο, το οποίο επένδυαν σε άλλες, εκτός της γεωργίας δραστηριότητες (π.χ. στην αγορά ακινήτων στις πόλεις) ή απλώς ξόδευαν ζώντας μια περισσότερο από άνετη ζωή.

    Στις περισσότερες περιοχές εμφανίστηκε μια δυαδική δομή: από τη μια λίγα μεγάλα μεγα λ δυαδικγεωργηρκαι καλά εξοπλισμένα αγροκτήματα (εντάσεως κεφαλαίου) και δίπλα σ’ αυτά πολλές, μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις (εντάσεως εργασίας). Μέχρι πολύ πρόσφατα, η συνύπαρξη και των δύο αυτών τύπων ήταν το χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής γεωργίας.

    V. H «μεγάλη κρίση:- 1880-1895

    Ο «χρυσός αιώνας» όμως ήταν βραχύβιος: η αύξηση της παραγωγής και η μείωση του κόστους μεταφοράς είχαν σαν αποτέλεσμα την εξίσωση των τιμών προς τα κάτω, ανεξάρτητα από τις διαφορές στο κόστος παραγωγής. Διάφορες επιχειρήσεις έγιναν έτσι ζημιογόνες, ενώ ήταν τα μικρά αγροκτήματα εκείνα που μπόρεσαν να αντέξουν περισσότερο κατά την δεκαετία του 1880, καθώς δεν επιβαρύνονταν με εργατικά έξοδα.

    Κάτω από την πίεση των μεγάλων γαιοκτημόνων αλλά και των χωρικών, τα ευρωπαϊκά κράτη άρχισαν να παίρνουν μέτρα προστασίας της αγροτικής τους παραγωγής. Στόχος τώρα ήταν να διαφυλαχθεί το κοινωνικό καθεστώς από την επίδραση των δυνάμεων της αγοράς, αλλά και η επιδίωξη κάθε κράτους να έχει αυτάρκεια σε δημητριακά προκειμένου οι πολίτες του να μπορέσουν να επιβιώσουν σε περίπτωση πολέμου.

    Η προστατευτική νομοθεσία (φόροι εισαγωγής) που τέθηκε σε ισχύ από τους πολιτικούς προκειμένου να εξασφαλίσουν την ψήφο των αγροτών, που εξακολουθούσαν να αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό και αλλού (όπως στη Νότια Ευρώπη και στην Ελλάδα) την πλειοψηφία ήταν υπεύθυνη για την επιβράδυνση των καινοτομιών. Τελικά οι τιμές άρχισαν να ανακάμπτουν από τα μέσα της δεκαετίας του 1890, όχι τόσο σαν αποτέλεσμα των μέτρων προστασίας, όσο λόγω της αύξησης της ζήτησης, αποτέλεσμα με την σειρά της τής αύξησης του πληθυσμού.

    ΚΡΙΣΗ ΠΑΛΑΙΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΡΙΣΗ ΝΕΟΥ ΤΥΠΟΥ

    Μείωση της παραγωγής Υπερπαραγωγή

    Αύξηση των τιμών Μείωση των τιμών

    Μείωση της ζήτησης για βιοτεχνικά προϊόντα

    από τον αστικό πληθυσμό από τον αγροτικό πληθυσμό

    Γενική κρίση Γενική κρίση